Λάθος τόπος δεν υπάρχει

Απόψε είναι γιορτή, κι έβαλα δυνατά στο καινούργιο μου ηχείο Μαζωνάκη και τραγουδούσα πως έγινα πάλι κακό παιδί και κουνιόμουν και κάπως ρυθμικά, αλλά προσεχτικά, γιατί κατάφερα ένα καλό διάστρεμμα στο δεξί μου πόδι κι είναι όλες οι αποχρώσεις του μωβ. Χάος: δεν ακούω Μαζωνάκη. Ξέρω ένα τραγούδι του, αυτό, που του ΄πανε να φύγει από το μαγαζί· δύο, εάν μετρήσω κι εκείνο που έβαζε συνεχώς η Κατερίνα πρόπερσι το χειμώνα, αλλά δεν ξέρω πώς το λένε. Αλλά είναι γιορτή απόψε, κι αφού γιορτάζω κάτι που δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θα ήταν αφορμή για εορτασμό, γιατί να μην το κάνω τραγουδώντας Μαζωνάκη; Τίποτα πια δεν είναι παράξενο. Κι αν είναι, δε με παραξενεύει. Ίσως να ‘ναι κάποιου είδους ολοκλήρωση, αυτό. Ένα πλήρωμα. Ένα τέλος.

Κάτι, σίγουρα, θα ‘χει τελειώσει, γιατί κάτι ξεκίνησε σήμερα και κάπου πρέπει να βρήκε χώρο για να στεριώσει. Τόπο, όπως κι εγώ. Έλεγα αυτές τις μέρες πως δε με χωράει ο τόπος, γιατί με το πόδι μου πρησμένο και δεμένο δε μπορούσα να πάω πουθενά, κι ο γιατρός είπε να μην το πατήσω για 24 ώρες και κόντεψα να τρελαθώ μέσα στο σπίτι. Αλλά ο τόπος άνοιξε, μια σχισμή, να με χωρέσει κι έγινα, σήμερα, δημότης Σίφνου.

Και θέλω να μείνω εδώ, για μια στιγμή. Στο τι σημαίνει αυτό. Αυτό που ως τώρα δε θέλησα ποτέ, κι όμως, όπως μου λέει ο φίλος μου ο Γιώργος, αποτελεί πρωτόγονη ανάγκη: το να ανήκεις. Αυτό που ως τώρα ποτέ δεν είχα επιδιώξει, ενεργά, που ίσως το ‘θελα στο βάθος, στο επίπεδο του ενστίκτου, αλλά το απαρνιόμουν από πείσμα – αν δε με θέτε μία εσείς, εγώ δε σας θέλω δέκα: το κοριτσάκι που δεν είχε τόπο πουθενά. Που πάντα έλειπε από κάπου κι όπου κι αν ήταν κάτι της έλειπε, και που παρ’ όλα αυτά, παράδοξα, γυρνούσε ξανά και ξανά να πιαστεί από εκείνο το στίχο των Βeatles, there’s nowhere you can be that isn’t where you’re meant to be – ουσιαστικά, πως λάθος τόπος δεν υπάρχει, όπου και να βρεθείς. Κι ίσως να ήταν και εν μέρει – εν πολλοίς – αληθινό: να ‘ταν εξίσου έντονη η ανάγκη μου για ανεξαρτησία, να μην κρατιέμαι πουθενά, να μη με κρατάει τίποτα, η ελευθερία του να ‘σαι λυτός, ξεπαστούρωτος, και να πηδάς τις μάντρες όποτε θέλεις. Κι ας σου αρέσει το χωράφι που σε βάλανε, κι ας είναι εύφορο αρκετά – να ‘χεις πάντα την επιλογή. Κι ίσως γι’ αυτό να μην προσπάθησα ποτέ, πραγματικά, να ανήκω. Γιατί το «ανήκω» έχει δύο έννοιες, τουλάχιστον: ασφάλεια και δέσμευση. Απώλεια και κέρδος. Ανήκω είναι να σε κρατάει κάτι, κάπου, κι εγώ δεν είχα βρει ποτέ τόπο να με χωρέσει.

Τι άλλαξε, λοιπόν, και βρέθηκα να επιζητώ, να αιτούμαι να ανήκω; Να θέλω εγώ, η άδετη, αυτό το τόσο ευτελές, συμβατικό, κοινότυπο (δικά μου λόγια, πρώιμα, όσο και η ανάγκη που τα καταρρίπτει): να θέλω κάπου να δεθώ, να με κρατήσει κάτι, να χωρέσω; Η εύκολη απάντηση θα ‘ταν πως άλλαξα εγώ, αλλά μου φαίνεται πως τελικά εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Είναι μια αυταπάτη, όπως πολλά, όπως η ανεξαρτησία που αξιώνω. Είναι κι αυτή στο τέλος κράτημα και περιορισμός, αν γίνεται επιταγή και πείσμα, αν βλέπεις μάντρες γύρω σου παντού κι όχι χωράφια να βοσκήσεις. Για ποια ανεξαρτησία, όταν στο μονοπάτι που ‘χεις περπατήσει χίλιες φορές, απρόσεχτα και βιαστικά και με βροχή και με τα μάτια σου στο κινητό, χίλιες και μία και σκοντάφτεις ξαφνικά και σου γυρνάει το πόδι, και από το τίποτα βρίσκεσαι στο σπίτι εγκλωβισμένη, ανήμπορη, να περιμένεις το Γιάννη να σου φέρει πιτσίνια, μια σακούλα γεμάτη, γιατί αυτά, και μόνο αυτά, σου είναι τελείως απαραίτητα για να αντέξεις τις ατελείωτες ώρες ανάρρωσης στον καναπέ; Η ανεξαρτησία τόσο εύκολα χάνεται, έτσι γλιστράει, ανύποπτα, σαν το πόδι στο σοκάκι. Κι ίσως «ανήκω» να σημαίνει πως έχεις κάποιον να σου φέρει πιτσίνια μες τη βροχή. Κι ας μην τα χρειάζεσαι. Και να μη ντρέπεσαι να τα ζητήσεις.

Και τι σημαίνει, εν τέλει, άλλαξα; Που έβαλα ένα τραγούδι του Μαζωνάκη και που δακρύζω όταν ακούω «Τ’ αέρι», εγώ που άκουγα μόνο Τρύπες και Beatles και τις εναλλακτικές κιθάρες του Μάντσεστερ; Που έχω κότες στην αυλή, εγώ που είχα όλο το Λονδίνο για αυλή μου; Που είναι τα χέρια μου σμπαράλια επειδή σκαλίζω τα χώματα στον κήπο χωρίς γάντια· τα ίδια χέρια που πληκτρολογούν λογοτεχνίες στο MacBook; Που θέλησα, που ζήτησα, να εκδοθεί ένα χαρτί να λέει πως είναι ο τόπος μου η Σίφνος; Που «αλήθεια, δε σε ξέρω πια. Δε σε αναγνωρίζω»; Άλλο αυτό: ούτε κι εγώ με ήξερα, αλήθεια. Αλλά δεν άλλαξα, είμαι ό,τι ήμουν από πάντα, κι όλα υπήρχαν, εν δυνάμει ή σε λανθάνουσα, τα πρώιμα και τα πρωτοποριακά, η ανεξαρτησία και η ανάγκη, τα πείσματα κι οι αλήθειες μου, τα ένστικτα κι οι μαθημένοι τρόποι, τόποι και ατοπίες και τα κοινότυπα και τα συμβατικά κι η επανάσταση με ή χωρίς αιτία, το χάος κι ο Μαζωνάκης κι η ταξιδιάρα η ψυχή που βρήκε κάπου να στεριώσει. Ηρεμία, τάξη και ασφάλεια. Όλα. Δεν άλλαξα· κανείς μας δεν αλλάζει στην ουσία του. Ίσως απλά, με τον καιρό, αναγνωρίζουμε σιγά-σιγά τον εαυτό μας, χωρίς να μας παραξενεύουν πια οι αντιφάσεις. Ώστε να μην εγκλωβιζόμαστε ούτε σε μάντρες νοητές ούτε σ’ ελευθερίες που ποτέ δε στερηθήκαμε. Ίσως, με τον καιρό, αναγνωρίζουμε πως όλα είναι επιλογές και λάθος τόπος δεν υπάρχει, ούτε ανάγκη λάθος κι ευτελής, άμα τη νιώθουμε. Για να μπορέσουμε μια μέρα, τυχαία, ας πούμε του Οκτώβρη, να πάμε τρεις φορές στο δήμο στη σειρά, επίμονα, χωρίς ντροπή, ώσπου να πει ο άνθρωπος εκεί «γράψτηνα, να τελειώνουμε» και να ‘ναι λόγος για γιορτή, με Μαζωνάκη και britpop και τα βιολιά της Σίφνου.

Στον Αρτεμώνα, στο Σταυρί, στα Ξάμπελα, στο Κάστρο. Θέλω να μείνω εδώ. Κι αυτό κάτι σημαίνει.

Η πιθανότητα

IMG-7737

Ήτανε μια φορά μια πιθανότητα που ήταν τόσο μεγάλη και τόσο μικρή όσο όλες οι άλλες. Και στην αρχή, και να την ήξερες, δε θα μπορούσες να την διακρίνεις. Όσο κι αν προσπαθούσες, δε θα ξεχώριζε με τίποτα ανάμεσα σε όλες τις άλλες πιθανότητες, όλες εξίσου πιθανές, εξίσου μεγάλες και μικρές, σα μια φωτιά που έβαλες σ’ ένα χωράφι το χειμώνα για να κάψεις τα χόρτα και τα κλαδιά και τα σκουπίδια – τόσες χιλιάδες φλόγες που μοιάζουν όλες μία.
    Κι ύστερα, ίσως, μία σπίθα (1), από ποιος ξέρει τι.
    Ίσως μια άκρη από κλαράκι που κρατάει ακόμα υγρασία (2) να ‘κανε αυτόν τον ήχο σα κραυγή και να πετάχτηκε ψηλά, πυρακτωμένο.
    Ίσως και φύλλο από ελιά που, όπως έπιασε φωτιά, χώρισε απ’ το κλαρί του (3) κι όπως δυνάμωσε εκείνη τη στιγμή ο άνεμος το πήρε να το ταξιδέψει.
    Ή ένα μπουκάλι γυάλινο (4) που έσκασε σα πυροτέχνημα, με κρότο.
    Ένα κομμάτι πλαστικό, ίσως από σακούλα (5), να ‘πιασε μια ριπή κι αυτό και να ‘φυγε, φλεγόμενο, για παραπέρα.
    Κι ίσως η πιθανότητα, σα σπίθα, να ‘σβησε πριν προλάβει να ξεχωρίσει απ’ τη φωτιά (6), ή να υψώθηκε και να ‘πεσε αμέσως πάλι μέσα στην καρδιά της (7), να γίνει πάλι ένα με τις άλλες.
    Ίσως να πήγε παρακεί, ως την περίμετρο (8), εκεί που την περίμεναν τσουρουφλισμένα χορταράκια, και ν’ άνοιξε λίγο τον κύκλο, ανεπαίσθητα.
    ‘Η και να διάλεξε τροχιά πιο μακρινή, κι όταν κατέβηκε να βρήκε πέτρα (9), άγονη γη, και να σταμάτησε. Ή μια φασκομηλιά χλωρή (10), ή ένα αγκάθι ξεραμένο (11) και να ‘κανε μια προσπάθεια εκεί, αλλά χωρίς αντίκρισμα. Ίσως να έγινε καπνός, στο σβήσιμό της, για αντίο.
    Κι ίσως, αντίθετα, να βρήκε χόρτα που ζηλεύαν τη φωτιά, που θέλαν να καούνε, και να ‘γινε φλόγα μέσα τους (12) για να τα ευχαριστήσει.
    Κι ίσως γεννήθηκε μια νέα εστία, ελεγχόμενη (13) ή μη (14). Ίσως να ξέφυγε λιγάκι, μα να την είδε ο άνθρωπος που έκαιγε τα χόρτα, προσεκτικός, και να την πάτησε κάτω με τις μπότες (15), ή, απρόσεκτος, γιατί είχε λάβει μόλις μήνυμα στο κινητό, να σήκωσε το βλέμμα πιο αργά, για να την δει ν’ απομακρύνεται με φόρα (16). Ίσως και να την πρόλαβε πριν φτάσει ως τους θάμνους (17) και να την έπνιξε μ’ ένα πανί, αν είχε (18), ή το μπουφάν του (19), ή με νερό που έχει πάντα δίπλα στον κουβά (20), γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
    Κι ίσως, εξίσου, να του ξέφυγε (21), ίσως να φούντωσε (22), ίσως να άλλαξε ο αέρας ξαφνικά (23) και να την πήγε, ορμητική, στο διπλανό χωράφι, γεμάτο χόρτα άκοπα (24) που κάποιος είχε σπείρει για τα ζώα. Μια έκσταση από κόκκινο και κίτρινο και μαύρο, ένα θηρίο που ποτέ δεν το ελέγχαμε, οι άνθρωποι, πρωτόγονο, να βρυχάται, κι ο άνθρωπος που τα ξεκίνησε όλα αυτά με μία χούφτα χόρτα κι έναν αναπτήρα να την κοιτάει τώρα ανήμπορος, τα μάτια του καθρέφτες για τις φλόγες.
    Κι ίσως, στο τέλος, να ‘καψε ένα χωράφι (25), δύο (26), πέντε (27), ίσως κατάπιε ένα περιβόλι, τρεις ελιές και ένα σχίνο (28)· ίσως σταμάτησε σε μια ξερολιθιά (29) κι ίσως συνέχισε για κάτω, προς τη θάλασσα (30), που ήθελε πάντα να την συναντήσει. Κι ίσως να μαζευτήκαν κι άλλοι για να βοηθήσουν (31), ή κανείς (32). Ίσως την έσβησαν μαζί (33), ή μόνη της να αναλώθηκε σ’ ένα δικό της τέλος (34). Κι ίσως, μετά, να ‘γινε μύθος η φωτιά (35), κληρονομιά, προειδοποίηση, «θυμάσαι; Να προσέχεις», ή να μην ήτανε ποτέ, να ήταν μόνο μια ιστορία που φαντάστηκα μια μέρα (36) που όλα ήταν πιθανά.

Κι ίσως, εξίσου, τίποτα. Ίσως η σπίθα χάθηκε πριν καν να γίνει σπίθα. Ίσως να μην ξεχώρισε ποτέ, ίσως να ‘γινε στάχτη. Ίσως να ‘γινε χόβολη κι ύστερα κάρβουνο νεκρό και παγωμένο. Ίσως αργότερα, χρόνια μετά, να ‘γινε πέτρωμα, μέρος του τόπου όπου στεκόμαστε και χτίζουμε και αγαπάμε και πονάμε, μέρος της γης που την πατάμε, της ίδιας γης που μας σκεπάζει όταν, κι εμείς όπως οι φλόγες, αναλωθούμε στο δικό μας τέλος, χωρίς να ξέρουμε ποτέ ποιες πιθανότητες ζήσαν και χάθηκαν για να βρεθούμε εδώ, εκεί, όπου βρεθήκαμε ο καθένας στη ζωή του, που όλα ήταν πιθανά ώσπου δεν ήταν.

Γραμμές, πλαίσια και όρια, και πώς γεμίζεις τα κενά

IMG-2082

Τους δικούς μου τους αρμούς, στην αυλή, τους έκανα κάπου πριν το Πάσχα. Τυχαία, ή ίσως και όχι εντελώς· ίσως κάτι μέσα μου θυμόταν άλλες χρονιές που όλη η Σίφνος έβαφε και άσπριζε κι έγραφε ευχές στις πλάκες τις μέρες εκείνες, ως και την Κυριακή των Βαΐων. Την Κυριακή των Βαΐων γιορτάζω, θεωρητικά, αλλά δεν το ξέρει κανείς. Φέτος, κανείς δεν ήξερε τίποτα, ούτε τι μέρα είναι, ούτε τη σημασία της. Φέτος θυμόμασταν μόνο τις μέρες που χάθηκαν, που μας τις πήραν, κάποιοι, μέσα απ’ τα χέρια, που μας τις κλέψανε, εκείνοι, κι εμείς μονάχοι μας δεν ξέραμε ούτε πένθος ούτε γιορτή. Χωρίς τα σύμβολα και τις τελετουργίες, χαμένοι σε μέρες ατελείωτες και ίδιες και κενές, γιατί δε μας αφήσανε να περιφερθούμε στα στενά ένα βράδυ Παρασκευής, γιατί το Σάββατο δεν ήτανε μεγάλο χωρίς το φως που περιμέναμε. Γιατί αν δεν έχει Κυριακή του Πάσχα όπως την ξέρουμε, δεν έχει τίποτα, κι εμείς ξέρουμε μόνο να μετράμε απουσίες.

Τέλος πάντων. Εγώ τυχαία βρέθηκα στα γόνατα τις μέρες εκείνες, μ’ ένα ντενεκάκι μπογιά που ‘χει ξεμείνει απ’ τα βαψίματα του σπιτιού κι ένα πινέλο αρκετά κακοποιημένο, μονάχη μου, ολομόναχη, στη δεύτερη βδομάδα καραντίνας, και πέρασα τη γιορτή μου που δεν την θυμόταν κανείς να κάνω αρμούς. Δυο μέρες σύνολο για την αυλή, να γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις πλάκες και να ισιώνω, ψυχαναγκαστικά, την κάθε μου γραμμούλα, να στρογγυλεύω τις γωνίες για ν’ αγκαλιάζουν, όπως μου έμοιαζε σωστό, το σχήμα που ‘χε φυσικά η πέτρα. Κάποιος κάτι ν’ αγκαλιάζει, που είχα βδομάδες να νιώσω χέρια αλλουνού απάνω μου. Κι ύστερα, όταν τέλειωσα, έπιασα κι έξω το κοινόχρηστο, μ’ όση μπογιά είχε μείνει, χιλιοαραιωμένη πια, κι έφτιαξα και λουλούδια και καρδιές και μια ευχή: όλα θα πάνε καλά.

Την επόμενη μέρα πέρασε ο γείτονας μου και κοντοστάθηκε στην είσοδο. «Δάφνη,» μου φώναξε, «έλα μισό λεπτάκι να σου δείξω». Στεκόταν πάνω απ’ τα λουλούδια μου. «Θέλω κι εγώ,» μου είπε, «έτσι, και μια ευχή. Θα μου τα κάνεις;» Του τα έκανα, δυο μέρες μετά, ένα απόγευμα, Μεγάλη Τετάρτη θα ‘τανε, αλλά δεν είμαι και σίγουρη, γιατί δεν έχω χάρακα για να μετράω τις μέρες. Είχα πινέλο και μπογιά και διάθεση και κιμωλίες για να χρωματίσω, στο τέλος, τα πέταλα απ’ τα λουλούδια μου κι ας χανόταν το χρώμα με τα πατήματα: δεν ήταν για να κρατήσει. Μα η ευχή, δυο χέρια με ακρυλικό, θα μείνει – όσο χρειάζεται. Σταθήκαμε κι οι δυο μετά και την κοιτούσαμε. «Μ’ αρέσει,» μου ‘πε, «έτσι που το σκέφτηκες». Μα πώς αλλιώς να το σκεφτώ; Τι πιο απλό κι αληθινό, άμα το θέλεις; Όλα θα πάνε καλά. «Σ’ ευχαριστώ,» μου είπε, όταν ξεκίνησα ν’ ανέβω προς το σπίτι. «Κι εγώ,» του απάντησα, «που γέμισες τη μέρα μου».

Κι έτυχε τώρα ξανά, παραμονές Χρυσοπηγής, να κάνω πάλι αρμούς. Παραδοσιακή κατά τύχη, γονατισμένη μέρες ολόκληρες, όλη την εβδομάδα που μας πέρασε, χαμένη στις γραμμές μου. Με ήλιο ντάλα μες τον καύσωνα, και με νοτιά και με βοριά, με αυτοκίνητα και μηχανάκια να περνάνε ακατάπαυστα, να γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις πλάκες. Αλλά δεν έπρεπε, μου είπανε. Δε γίνονται έτσι οι αρμοί στη Σίφνο, τόσο χοντροί και άχαροι· έπρεπε να ‘ναι ανεπαίσθητες γραμμές, διακριτικές και αυστηρές και μαζεμένες, κι όχι αυτά τα τέρατα που κάνω εγώ, που έχουν το θράσος να γιορτάζουν τόσο ελεύθερα την ύπαρξή τους. Πέρασε μια γιαγιά απ’ το Στενό και μοιρολόγησε από πάνω μου – θα τα ‘χε μαζεμένα, σκέφτομαι, απ’ την Παρασκευή που μας κλέψανε και δεν ήτανε Μεγάλη. «Αχ, πάει η Σίφνο μας, χάθηκε. Αχ, πώς τους κάνουν έτσι χάλια;», και η κοπέλα που ‘τανε μαζί της, που μου ‘χε πει περνώντας πριν τι όμορφοι που είναι, να μουρμουρίζει τώρα συγκαταβατικά. Κι εγώ σκυμμένη εκεί, στο τρίτο πρόσωπο, ανένδοτη να χαμογελάω και να γεμίζω με πείσμα τα κενά. Δεν είπα τίποτα, δε χρειάζεται: τα κενά και οι γραμμές υπάρχουν μέσα μας, στον καθένα. Όσο κι αν τρίβεις με το σφουγγάρι στο τρίτο πρόσωπο, δε σβήνουν· όσο κι αν πας να φτιάξεις τη γραμμή λίγο πιο πέρα, όσο κι αν θες να απαλύνεις τις γωνίες και τα όρια, ο καθένας θα ζει μέσα στους περιορισμούς που έχει επιλέξει, ώσπου να κάνει άλλη επιλογή. Και δε μπορείς να γεμίσεις τα άδεια του αλλουνού, ποτέ. Μονάχα τα δικά σου. Αν το θέλεις.

Λίγο μετά πέρασε άλλη μια γιαγιά, κοντούλα, ζαρωμένη απ’ τα χρόνια. Σταμάτησε κι εγώ, ομολογώ, σφίχτηκα λίγο, περιμένοντας. «Μπράβο,» μου είπε, «που τα κάνετε. Να ομορφύνει ο τόπος. Τους έκανα κι εγώ παλιά, μα τώρα πια δεν έχω χρόνο. Δε μπορώ». Κι εκεί ήταν που σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα, κι ανταλλάξαμε ένα χαμόγελο, κι είπαμε λίγο για τα γόνατα που πονάνε και για τη μέση, και για τους απρόσεχτους που περνάνε και στα πατάνε, και πως αξίζει ο κόπος, παρ’ όλα αυτά. Κι ίσως εκείνη να ‘τανε παραδοσιακή κι εγώ όχι και τόσο, ίσως να μας χωρίζαν χρόνια και βιώματα και άλλα χίλια ακόμα, αλλά συναντηθήκαμε εκεί, πάνω απ’ τις πλάκες του Στενού, εκεί που το «μπράβο» δεν είναι πώς και τι και γιατί, αλλά «που τα κάνετε». Και να τα κάνουμε όχι για επιβράβευση, κι όχι γιατί η μέρα το προστάζει ή η παράδοση, αλλά γιατί έχουμε μπογιά και πινέλο και διάθεση και χρόνο και μπορούμε. Να ζωγραφίζουμε την ύπαρξή μας στις πλάκες, να τη γιορτάζουμε όπου βρούμε. Και να τη βλέπουν κι οι άλλοι και να θυμούνται, κι αυτοί, ότι υπάρχουν. Να συναντιόμαστε αντί να ψάχνουμε γραμμές να μας χωρίζουν.

Τέλος πάντων. Όλες οι μέρες ίδιες είναι τελικά, πλάκες που ζητάνε να τις ζωγραφίσουμε. Κι όσες γραμμές κι αν έχουν, κι όσα πλαίσια, μπορούμε πάντα να πατήσουμε από πάνω με τις δικές μας πινελιές. Μπορούμε πάντα, αν το θέλουμε, να γεμίσουμε τα κενά. Ή να τ’ αφήσουμε κενά και να δούμε πώς είναι να ‘χει χώρο, και γιατί μας τρομάζει. Και γιατί μετράμε απουσίες πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα. Κι αν καταλάβουμε τι μέρα είναι – σήμερα – κι ότι η αξία των συμβόλων και των τελετών είναι ακριβώς πως δεν είναι το πράγμα το ίδιο αλλά η αναπαράστασή του, ίσως μπορέσουμε να κρατήσουμε την αξία και ν’ αφήσουμε τα σύμβολα να σβήσουν, γιατί η ουσία ήταν πάντα, μόνο, να τα κάνουμε. Και να γιορτάζουμε την κάθε μέρα όπως θέλουμε, με θράσος, γιατί όσο έχουμε μπογιά και πινέλο και διάθεση, όλα θα πάνε καλά.

Κι εγώ είμαι κόκορας

IMG_2350

Η μέρα μου λοιπόν ξεκίνησε με έναν όμορφο και εποικοδομητικό διάλογο, στις 5:18, όταν τα γατιά αποφάσισαν ότι βαριούνται ή/και πρόκειται ανά πάσα στιγμή να πέσουν σε κώμα από την πείνα.
    «Νιάου» είπαν έξω από την κλειστή μου πόρτα, η οποία δεν παρέμεινε κλειστή για πολύ, χάρη στη μέθοδο ρίχνομαι επανειλημμένα πάνω στο χερούλι μέχρι να υποκύψει. Τα γατιά μου, αν μη τι άλλο, είναι πολύ προικισμένα.
    Γκαπ!
    Νιάου.
    Γκαπ!
    Νιάου.
    Γκαπ!
    Νιάου.
    Παύση. Τρίξιμο της πόρτας.
    Νιάου;
    Πετάχτηκα έξαλλη απ’ το κρεβάτι. Ο άλλος μου ο γάτος, ο παλιός, που κοιμόταν κουλουριασμένος στα πόδια μου – και που έχει γίνει πολύ σοβαρός από τότε που μπήκαν τα μικρά, ο Ψύλλος και το Ρούδι, στη ζωή μας – σήκωσε το κεφάλι του και εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του με ένα μακρύ και υπόκωφο γρύλισμα. Στο βλέμμα του, η Απόλυτη Κρίση: εσύ φταις μωρή μαλάκω που τα ‘βαλες τα δαιμονισμένα ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, αγαμήσου τώρα.
    Τα άλλα εντωμεταξύ κατενθουσιασμένα, να τυλίγονται γουργουρίζοντας στα πόδια μου και να χώνουν τα νυχάκια τους στη σάρκα μου, με αγάπη.
    «Νιάου!»
    «Νιάου; Τι νιάου; Τι στο διάολο ΝΙΑΟΥ πρωινιατικά;»
    Μετά ένιωσα τύψεις γιατί τα είπα όλα αυτά ουρλιάζοντας και τα γατιά ταράχτηκαν, προς στιγμήν, που δεν ήμουν εξίσου χαρούμενη που είμασταν όλοι μαζί, ξύπνιοι, στις 5:22 το πρωί. Πάγωσαν για ίσως δύο δευτερόλεπτα και μετά ο Ψύλλος μου ‘ριξε μια νυχιά κάτω απ’ το γόνατο κι ο Ρούδης είπε «νιάου» κι εκτοξεύτηκε προς το πιάτο του, αλλά δεν πρόλαβε να φρενάρει εγκαίρως και συγκρούστηκε με τη λεκάνη του νερού. Κι όλα αυτά πριν κατουρήσω, πριν πλύνω τα δόντια μου, πριν πάρω το αντικαταθλιπτικό μου χάπι. Για καφέ δεν το συζητάω· δε μ’ αφήνουν ποτέ να πιω καφέ πριν τα ταΐσω.

Τα ταΐζω λοιπόν. Κατουράω, πλένομαι, χαπακώνομαι, φτιάχνω καφέ και βγαίνω έξω, να κάτσω στο πεζούλι να τον πιω. Με ησυχία – αλλά όχι. Μόλις με παίρνουν είδηση, ένα-ένα (μπαπ! Νιάου!) τα σαραντατέσσερα γατιά του Ελεήμονα, τα εξωτερικού χώρου, πηδάνε από τοίχους και ξερολιθιές και σχηματίζουν γύρω μου ένα κλοιό από γούνα και απαιτήσεις.
    «Καλημέρα,» τους λέω. «Θα περιμένετε».
    «Ρρρρρ-νιάου!» μου απαντάει ο Ζεν, και με κουτουλάει με τρυφερότητα στο καλάμι. Η Κόκκινη κοιτάει το φλυτζάνι μου με νόημα. Τα υπόλοιπα, εκπροσωπούμενα από αυτό το Κλιμάκιο Πίεσης, περιμένουν υπομονετικά, ακίνητα, αλλά με το βλέμμα καρφωμένο απάνω μου. Ξέρουν: θα ενδώσω.
    «Εντάξει,» τους λέω, «πάμε». Και διασχίζουμε μαζί την αυλή, εγώ ακροβατώντας και τα γατιά να πολεμούν να με σκοτώσουν με το να μπλέκονται, και τα εξηνταοχτώ μαζί, στα πόδια μου. Φτάνουμε. Μοιράζω τροφή στα διάφορα μπολ. Κάνω πίσω, ευγενικά, γιατί σ’ αυτή τη φάση συνήθως αποφασίζουν πως με φοβούνται και πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Όλα, εκτός απ’ τον Ζεν. Ο Ζεν δε φοβάται τίποτα.
    «Νιά-ρρρρ» μου λέει.
    «Ναι. Φάε.»

Στο πεζούλι μου, με θέα το βουνό και τον Άη Νηλιά στην κορυφή του, κάθομαι σταυροπόδι και στρίβω τσιγάρο. Ο καφές αχνίζει ακόμα. Πίνω μια γουλιά, παίρνω μια τζούρα, κλείνω τα μάτια μου. Κι απ’ το κοτέτσι ξεκινάει τώρα, μουρμουριστά, το κοκοκο. Κάπου μακριά, πέρα απ’ τα βράχια που ορίζουν τις άκρες του νησιού μου στα ανατολικά, πίσω απ’ την Πάρο και τη Νάξο κι όσα, αόρατα, στέκουν πιο ‘κει, αρχίζει να ξημερώνει. Κι ο κόκορας το ξέρει, κι ανοίγει τώρα διάλογο με τον ομόλογό του στο παρακάτω κοτέτσι.
    «Εγώ είμαι κόκορας! Εσύ είσαι κόκορας;»
    «Κι εγώ είμαι κόκορας! Κόκορας!»
    «Εγώ είμαι πιο κόκορας από σένα!»
    «Εγώ! Εγώ είμαι πιο κόκορας!»
    «Εγώ είμαι όσο πιο κόκορας γίνεται!»
    «Είμαστε κόκορες!
    «Κόκορες!»
    Και ούτω καθεξής, κι οι κότες γύρω τους, κοκοκο, να τους εκθειάζουν.

Νιάου και κοκοκο και καλημέρα, το ίδιο είναι. Επικοινωνία, όλα, όλοι: αυτό ζητάμε. Κι αυτές τις μέρες της απομόνωσης, λιγότερο ή περισσότερο ο καθένας, αυτό είναι που έχουμε ανάγκη, πιο πολύ. Αυτό βλέπω, μ’ όσους μιλάω: πόσο το έχουμε ανάγκη· αυτό ακούω. Να βρει ο ήχος της φωνής μας όχι αντίλαλο αλλά απάντηση, κι όλα αυτά που είναι μέσα μας, ανησυχίες, φόβοι, επιθυμίες και ελπίδες, να βρούνε ανταπόκριση εκτός – κάπως να συνδεθούμε με τον άλλον. Επιβεβαίωση; Αναγνώριση; Κι εγώ είμαι κόκορας, όπως κι εσύ.
    Έλεγα σ’ ένα φίλο τις προάλλες πως έχω αρχίσει πια να απαντάω στον εαυτό μου, όταν του μιλάω, τις ώρες εκείνες, που μοιάζουν ατελείωτες, της μοναξιάς.
    «Καλό είναι αυτό,» μου απάντησε. «Να έχεις έναν άνθρωπο να μιλήσεις, βρε παιδί μου».
    Γέλασα – χαχαχα, γραπτώς – αλλά στ’ αλήθεια, τι άλλο είμαστε; Πομποί και δέκτες, να ψάχνουμε κανάλι ανοιχτό να συνδεθούμε. Και μια φωνή στην άλλη άκρη να πει σ’ ακούω, με ακούς; Κι εγώ είμαι κόκορας, όπως κι εσύ. Ξημερώνει. Υπάρχουμε. Καλημέρα.

Δεν είναι άδειες οι εκκλησίες

IMG-2585

Μεγάλη Παρασκευή, κι οι καμπάνες της μ’ αρέσουν. Οι καμπάνες της οι πένθιμες που υποβάλλουν στη μέρα το ρυθμό της και σε μένα μια παράξενη παρηγοριά. Όχι, παρηγοριά είναι η λάθος λέξη, δεν είναι ακριβώς αυτό, δε νιώθω πιο ανάλαφρη που τις ακούω. Κάτι αλλιώτικο είναι, σαν αλληλεγγύη. Οι καμπάνες οι πένθιμες που δίνουν στη μέρα τον τόνο, και τα πράγματα που πενθώ εγώ μέσα μου: ταιριάζουν. Για μια φορά, εγώ κι οι εκκλησίες είμαστε μαζί. Βαριές, βεβαρυμμένες απ’ τις απουσίες· όχι άδειες, κι ας μοιάζουμε, αλλά γεμάτες από αυτά που θα ‘πρεπε να μας γεμίζουν, το αρνητικό τους σχήμα, κι από τις προσδοκίες μας για το τι σημαίνουν οι συναθροίσεις αυτές. Επιθυμίες και ελλείψεις. Πίστη: ένα καντήλι που προσπαθεί να μη σβήσει, που προσπαθεί να κρατηθεί. Όπως κι εγώ. Όπως και όλοι μας. Το φως που τρεμοπαίζει μέσα μας.

Στο facebook, εντωμεταξύ, βίντεο με έξαλλους παπάδες να φωνάζουν πως όλα είναι μία πλάνη, μια συνωμοσία για να κρατήσουν τους πιστούς μακριά απ’ τις εκκλησίες, «για μια γρίπη». Και άνθρωποι, νοήμονες κατά τ’ άλλα, να επιμένουν πως η Θεία Κοινωνία δεν μεταδίδει τον ιό. Μην είστε πρόβατα κλεισμένα στο μαντρί, μην τους πιστεύετε, τους ειδικούς, τις κυβερνήσεις. Όσοι πιστοί προσέλθετε, το ποίμνιο του Χριστού. Κι αν ο Χριστός ήταν βοσκός κι εμείς τα πρόβατά του, θα μας οδηγούσε να πιούμε από μολυσμένο πηγάδι; Αυτό είναι πίστη; Αυτό είναι η πίστη μας, πρόβατα της θυσίας; Και τόσο εύθραυστη που χρειάζεται να την τυλίξουμε σε τόσες τελετουργίες για να μη σπάσει; Νοήμονες, κατά τ’ άλλα, ν’ αποδεικνύετε την πίστη σας με δυσπιστία. Η πίστη δε ζητάει αποδείξεις, εξ ορισμού. Και κατά τ’ άλλα; Τι άλλο έχει, εκτός απ’ αυτό που ζούμε; Δεν είναι πίστη αυτό: είναι αλαζονεία.

Αλλά ούτε κι οι εκκλησίες είναι άδειες, μην τους πιστεύετε. Είναι γεμάτες από εμάς, τις προσευχές μας, τα κεριά που ανάβουμε, την παρηγοριά που μας δίνουν τα λόγια των ψαλμών κι ο γλυκός, υπνωτικός ρυθμός τους, τη μυρωδιά απ’ το λιβάνι που μας ταξιδεύει σ’ όποια κατάνυξη ζητάει ο καθένας. Όλα είναι εκεί, όπως κι εμείς, όσοι θέλουμε, κι ας μην είμαστε. Κι η φλόγα απ’ το καντήλι, το φως, είναι μέσα μας. Πάντα μέσα μας ήταν. Η κοινωνία, η Θεία και η ανθρώπινη: μέσα μας κι αυτή. Όπου κι αν είμαστε, μπορούμε να ‘μαστε μαζί, κι ας μην είμαστε. Κι οι εκκλησίες, ως οίκοι του Θεού, είναι για να μας γεμίζουν, πιο πολύ από ότι είναι για να τις γεμίζουμε εμείς. Αλλού καλούμαστε να προσέλθουμε.

Όσοι πιστοί μείνετε σπίτι σας. Κάντε εκεί τον οίκο του Θεού. Δε χρειάζεστε τελετουργίες, δεν τις χρειαζόμασταν ποτέ. Δε χρειάζεται να αποδείξετε τίποτα σε κανέναν. Μόνο να μην αφήσετε τη φλόγα σας να σβήσει· μόνο αυτό ζητάει η πίστη από μας.

Βουνά, και φίλοι

IMG-1651

Πρωί Δευτέρας. Όγδοη ημέρας καραντίνας, εικοστή-τρίτη (νομίζω) του λοκντάουν. Πίνω τον καφέ μου στην αυλή, στην πεζούλα, με την πλάτη μου στην ανατολή, και κοιτάω το βουνό. Ακούω πίσω μου κάτι να σαλεύει, κι είναι ο Γιάννης, με φόντο τον ήλιο που σηκώνεται, εκτυφλωτικός, στο διπλανό οικόπεδο με το παλιό λιοτρίβι, εκεί που έχει την κατσίκα με τα δυο μικρά. Διασχίζω καλπάζοντας τον κήπο, με τις κάλτσες, μέσα από χόρτα που μου φτάνουν τουλάχιστον ως τη μέση. Και φίδια να κρύβουν, δε με νοιάζει: άνθρωπος!
    «Καλημέρα!» μου φωνάζει.
    «Κάτσε να ρθω κοντά να σ’ αντικρύσω,» απαντάω. Θέλω να ριχτώ πάνω απ’ τον τοίχο και να τον αγκαλιάσω – δεν έχω δει, δεν έχω αγγίξει άνθρωπο για μια ολόκληρη εβδομάδα – αλλά τηρώ τις αποστάσεις: εκείνος απ’ τη μια μεριά της ξερολιθιάς, εγώ από την άλλη. Τον κοιτάω όπως κοιτούσα πριν το μοναστήρι στην κορυφή του βουνού, σα να ‘ναι θαύμα: άνθρωπος, φίλος μου, εν κινήσει, μπροστά στα μάτια μου, να μου μιλάει. Ψάχνει κάτι σίδερα για να φράξει το χώρο, να μην ξεφύγουν οι κατσίκες, κι εγώ τον κοιτάω.

Μετά, λίγο αργότερα, βάζω ρούχα και παπούτσια, χτυπάω μια Μετακίνηση 6, και παίρνω τα βουνά. Δεν αντέχω άλλο, είναι ανάγκη. Στο ανέβασμα, στην αρχή του μονοπατιού, κουράζομαι, πιο πολύ από κανονικά. Με πονάνε διάφορα κι η αναπνοή μου κάπου σκαλώνει στο στήθος· δε νιώθω κανονικά. Δεν ξέρω αν είναι συμπτώματα του ιού ή της νέας εξωπραγματικότητας που πάει, όσο περνάει ο καιρός, να γίνει μια νέα κανονικότητα, όπου τίποτα δεν είναι κανονικό. Έχω βάλει και τα γυαλιά μου, της μυωπίας, για να βλέπω μπροστά μην μου την πέσει καμιά οχιά, μέρες που είναι, και θολώνουν οι φακοί απ’ την προσπάθεια και τον ιδρώτα – μα ανεβαίνω. Σε λίγο θα φτάσω στο ίσιωμα και θα ‘ναι πιο εύκολη η διαδρομή.

Έχω καιρό να έρθω από δω, και οι τουρίστες της άνοιξης, οι περιπατητές με τα μπαστούνια και τους χάρτες, λείπουν κι αυτοί. Το μονοπάτι, απάτητο, χάνεται κατά τόπους μέσα στα χόρτα και τα λουλούδια, πνίγεται, αλλά εγώ εδώ αναπνέω ελεύθερα, εδώ, για πρώτη φορά μετά από μέρες, παίρνω αναπνοή. Άμα δεν ήξερες ίσως χανόσουν, μα εγώ ξέρω. Τα πόδια μου βρίσκουν από μόνα τους τα πατήματα, κι εγώ κοιτάω μπροστά, μακριά, να μη μ’ αιφνιδιάσουν οι οχιές. Δεν έχει και σήμα εδώ το κινητό, μες την κοιλάδα της Σκάφης.

Στον Άη Στάθη, ανοίγω πρώτα διάπλατα την πόρτα της εκκλησίας, να πάρει αέρα, και γράφω το όνομά μου στο βιβλίο. Μετά, με το κλειδί, κατεβαίνω στο κουζινάκι και φτιάχνω καφέ. Τον πίνω στην αυλή, στο πέτρινο τραπέζι, και κοιτάω τώρα το βουνό, το μοναστήρι του Άη Νηλιά, από αλλού. Νιώθω το σώμα μου ν’ αφήνεται στις χλιαρές πέτρες της πεζούλας, στη δροσιά του τοίχου στην πλάτη μου, στο άγγιγμα του ήλιου, όπου του δείχνω δέρμα. Λίγο και το μυαλό, το σφίξιμο στο στήθος, χαλαρώνουν. Οι σκέψεις ησυχάζουν. Δεν ξέρω από τι αναζητώ παρηγοριά – είναι πολλά, τα διάφορα που με πονάνε – αλλά, αν είναι κάπου που τη βρίσκω, είναι εδώ. Σαν καταφύγιο, το εκκλησάκι αυτό, μέσα στο δάσος απ’ τις φίδες: εδώ, η μοναξιά είναι κατ’ επιλογήν. Γι’ αυτό, μετά, για ευχαριστώ, ανάβω το καντήλι, κι ένα κερί, μοναχικό κι αυτό, στην άδεια εκκλησία.

Στα κατακάθια του καφέ, στο δεύτερο τσιγάρο, στην ησυχία του βουνού: φωνή παππού, πατήματα γαϊδάρου, αφανείς, καθώς διαπραγματεύονται – όχι και τόσο συνεργατικά – το μονοπάτι στον κατήφορο. «Ουίς! Έχεις το διάολο μέσα σου! Πάνω στο σκίνο! Οουυυ Γαμώ το σταυρό σου για ζωντανό, εν πάει από κει!» Γελάω. Μια στιγμή κανονικότητας που επιμένει, στα μονοπάτια της Σκάφης, που μπορεί ακόμα να προσποιηθεί πως δεν την άγγιξε κανένας κορονοϊός, που σ’ αφήνει να ξεχνιέσαι. Αλλά μετά, αμέσως, σκέφτομαι πως πρέπει να πλύνω το φλυτζάνι μου καλά, καλύτερα από κανονικά, και να απολυμάνω ό,τι έπιασα στην κουζίνα, και θυμάμαι: πως η κανονικότητα είναι άλλη, τώρα πια. Αφήνω ν’ απομακρυνθούν, γάιδαρος και παππούς, πριν σηκωθώ να καθαρίσω και να φύγω. Πίσω στην άλλη μοναξιά, άλλη μια μέρα καραντίνας.

Στιγμές, τότε και τώρα, πάντα. Παρηγοριά απ’ όλα αυτά που μας πονάνε, όπου τη βρίσκουμε, όπως μπορούμε. Και λίγο να ησυχάζουνε οι σκέψεις μας και ν’ αναπνέουμε ελεύθερα, στα μονοπάτια τα απάτητα και τα χιλιοπερπατημένα. Και να ξεχνιόμαστε, αλλά να μην ξεχνάμε. Ό,τι κι αν είναι το κανονικό, όπως και να κατασταλάξει: ότι είναι θαύμα πως υπάρχουνε βουνά, και φίλοι, να κοιτάμε.

Να κρατάμε ο ένας τον άλλον χωρίς να κρατιόμαστε.

Screen Shot 2020-04-11 at 11.48.43

Μόλις έστειλα μήνυμα στον πρώην μου τον Μ, στο Λονδίνο: «Όταν τελειώσουν όλα αυτά, θέλω να μπεις στο αεροπλάνο και να έρθεις εδώ και να με πάρεις αγκαλιά.» Έξι η ώρα το πρωί εκεί, κι όμως απάντησε σχεδόν αμέσως, «έτσι θα γίνει». Ο άνθρωπος που, όταν είμασταν μαζί κι όλα τα χρόνια που τον ξέρω, δεν απαντούσε σχεδόν ποτέ, σε τίποτα. Όχι γιατί δε μ’ αγαπούσε – αντιθέτως. Μ’ αγαπάει ακόμα, κι εγώ εκείνον, αλλά έτσι είναι. Δε μπορεί καν να σου πει αν θέλει να φάει την ώρα που ανακατεύεις το φαΐ στην κατσαρόλα με την ξύλινη κουτάλα, και το στομάχι του γουργουρίζει. Πόσο μάλλον να προγραμματίσει, έστω και στο θεωρητικό, μια αγκαλιά σε άλλη χώρα, σε κάποιο χρόνο αόριστο, όταν. Κι όμως: αλλάζουμε. Αυτές οι μέρες μας αλλάζουν όλους. Κι αναρωτιέμαι, όλο και περισσότερο, πώς θα ‘μαστε, ποιοι θα ‘μαστε, όταν τελειώσουν όλα αυτά. Τέτοια σκέφτομαι.

Λένε πως είναι σύνηθες φαινόμενο στις μέρες μας, να ψάχνουμε τους πρώην μας. Αλλά εγώ κι ο Μ πάντα μιλούσαμε, δεν είναι σύμπτωμα του κορονοϊού. Κι ούτε ήταν κάποιο ιντερνετικό εξ αποστάσεως booty call («καύλες» το λέμε στα ελληνικά, υποθέτω), για το μετά. Δε λέω πως δε σκέφτομαι το σεξ· το σκέφτομαι συνέχεια. Δεν ήμουν έτσι, άλλαξα. Εγώ, που μέχρι πρότινος δε μ’ ένοιαζε, που άνετα περνούσα μήνες χωρίς να το σκεφτώ – άμα με δείτε, ξαφνικά, να χάνομαι, είναι που σκέφτομαι το σεξ: σώματα γυμνά σε περιπτύξεις, πρόσωπα κοντά το ένα στο άλλο, χωρίς φόβο, χωρίς σκέψη. Χωρίς λόγια, τα βαρέθηκα: το σώμα μου ζητάει σώματα για να συνδιαλλαγεί. Στον καιρό της απόστασης, θέλω δέρμα με δέρμα. Πάθη που δεν εκφράζονται με λέξεις.

Αλλά δεν είναι έτσι με τον Μ. Άμα βρεθούμε πότε ξανά μαζί, ερωτικά, θα ‘ναι παρηγοριά και ανακούφιση, μια πράξη νοσταλγίας, σα να γυρνάς, περαστικός, σ’ ένα παλιό λημέρι. Όχι να επιστρέψεις, μα να περάσεις μόνο, να το δεις, για να θυμάσαι πως υπήρξε. Για να θυμάσαι πως υπήρξες, κάποτε, εκεί· ποιος ήσουν τότε, πόσο άλλαξες. Άμα βρεθούμε με τον Μ, αυτό θα είναι. Αλλά δεν είναι αυτό που θέλω από κείνον σήμερα, δεν είναι αυτό που του ζητάω, και το ξέρει. Είμαστε εκπαιδευμένοι, εγώ κι ο Μ. Από παλιά, προ-κορονοϊού, ξέραμε τι σημαίνουν οι αγκαλιές. Όταν χανόμασταν, στο μονοπάτι του ο καθένας, όταν τα λόγια δε μπορούσανε να πουν «χανόμαστε, μα σ’ αγαπάω», βρισκόμασταν σε αγκαλιές. Ξέρει τι του ζητάω. Να κρατιόμαστε, χωρίς να κρατάμε ο ένας τον άλλον.

Πόσες διαφορετικές αγκαλιές υπάρχουν; Τέτοια σκέφτομαι αυτές τις μέρες. Και το σεξ. Το σεξ, τον έρωτα, το πάθος. Το χωρίς παρελθόν και μέλλον, το χωρίς λογική, το χωρίς διαπραγματεύσεις – μόνο συναίσθημα και σώματα σε περιπτύξεις, χέρια και στόματα παντού, βαριές αναπνοές. Και λέξεις μόνο της στιγμής: σε θέλω, έτσι, κι άλλο. Κι ύστερα ιδρώτας και σιωπή και να θυμάσαι πως υπάρχεις. Πόσο δεν το ‘χα εκτιμήσει τόσα χρόνια, που το ‘κανα μηχανικά καμιά φορά, καμιά φορά απλά για να το κάνω, ή για να πω στους φίλους μου μετά την ιστορία, ή και γιατί βαριόμουνα να πω ότι βαριέμαι. Και με αγάπη ακόμα, εκεί που σμίγεις με τον άλλον και το λέτε «κάνω έρωτα», πόσες φορές το ένιωσα στ’ αλήθεια; Πόσες φορές αφέθηκα στο σώμα μου, πόσες φορές αφέθηκα στον άλλον, ολοκληρωτικά, και στη στιγμή, πόσες φορές το ένιωσα παντού, τον έρωτα, το πάθος, την ανάγκη, το «σε θέλω τώρα» και δε γαμιέται το μετά; Μετά σιωπή, μα τώρα γάμησέ με. Και δε ζητάω συγνώμη για τις λέξεις: είμαστε άλλοι όταν γαμιόμαστε, αλλιώς, κι όπως και να το πεις, εκεί βρισκόμαστε: στον έρωτα, στο πήδημα, στο σεξ. Εκεί είναι που υπάρχουμε, που το θυμόμαστε στο σώμα μας, ξεχνώντας όλα τ’ άλλα. Επιβεβαίωση, για μια στιγμή, πως ζεις, πως είσαι εδώ κι αγγίζεις κάποιον άλλον – πώς αλλιώς; Τι άλλο στίγμα αφήνουμε στον κόσμο όταν περνάμε; Μελανιές, γρατζουνιές σε σώματα, λεκέδες στα σεντόνια. Ν’ αφήνεσαι για να βρεθείς: τόσο απλό και τόσο δύσκολο. Να κρατάμε ο ένας τον άλλον χωρίς να κρατιόμαστε.

Κι εγώ, που τόσα χρόνια σπαταλούσα το κορμί μου, βρήκα τον κορονοϊό, τις μέρες τις απόστασης, για να καταλάβω πόσο χρειάζομαι το άγγιγμα; Τέτοια σκέφτομαι, μα μην το ψάχνετε πολύ: όλοι μ’ ένα γαμήσι ξεκινήσαμε, κι εκεί τελειώνουμε. Και στο ενδιάμεσο, κι όταν τελειώσουν όλα αυτά, όποιοι κι αν είμαστε, μετά, να το θυμόμαστε. Να νιώθουμε τα πάντα και παντού και να το λέμε, και να ζητάμε αγκαλιές και να τις δίνουμε, να μην κρατιόμαστε μα να κρατάμε ο ένας τον άλλον σφιχτά για να βρισκόμαστε εκεί που χάνονται οι λέξεις, και ν’ αφηνόμαστε σε έρωτες και πάθη και λεκέδες και σ’ όλα τα παράλογα, χωρίς διαπραγματεύσεις, και να γαμιόμαστε χωρίς συγνώμη. Να αγαπιόμαστε, με όποιον τρόπο ξέρει ο καθένας. Κι εγώ, που βρήκα τώρα ξαφνικά να θυμηθώ ότι υπάρχω, όταν τελειώσουν όλα αυτά και χάνομαι, μη με ψάξετε: θα ‘ναι που θα ‘χω πάει να γαμηθώ.

Καρτ ποστάλ από την καραντίνα

postcard

Μια και έχω γίνει ήδη τόσο γραφική που σε λίγο θα με βάλουνε σε καρτ ποστάλ και θα με πουλάνε στα σοκάκια της Πλάκας, ας συνεχίσω.

1) Αντιλαμβάνομαι ότι το θέμα της «μόνιμης» κατοικίας και του πού ανήκει ο καθένας δεν είναι απλό. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν το μισό χρόνο εδώ και τον άλλο μισό εκεί· υπάρχουν οικογένειες χωρισμένες από ανάγκη, που περιμένουν τις γιορτές για να σμίξουν. Υπάρχουν χίλιες δυο περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο «είμαι παπάρας και γουστάρω να πάω στο εξοχικό μου», και κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις θεωρεί τον εαυτό της εξαίρεση: ναι μεν, αλλά· ναι, οι άλλοι, αλλά όχι εμείς. Το ερώτημα, όμως, δεν είναι αν ανήκετε στο νησί ή στο χωριό· κανείς δεν αμφισβητεί ούτε τα δικαιώματα ούτε τις επιθυμίες σας ούτε το δέσιμό σας με κάποιον τόπο. Το ερώτημα, αυτές τις μέρες, είναι εάν είναι απολύτως ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ να μετακινηθείτε. Κι ως απαραίτητο πλέον ορίζεται η περίπτωση που ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΙΩΣ, που υπάρχει επείγουσα ανάγκη να μετακινηθείτε. ΑΝΑΓΚΗ: δηλαδή, πρέπει οπωσδήποτε να ταξιδέψετε από την επαρχία στην πόλη για ιατρικούς λόγους, ή έχετε βρεθεί κάπου όπου δεν μπορείτε να παραμείνετε και πρέπει να γυρίσετε στο σπίτι σας. Οτιδήποτε άλλο ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ. Κι η ανάγκη να βρεθείτε στον τάδε τόπο που αγαπάτε, μαζί με τους κοντινούς σας ανθρώπους, είναι μεν σεβαστή (και ιδιαίτερα έντονη υπό τις τρέχουσες συνθήκες), αλλά δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Δεν υπάρχουν «άλλοι». Δεν υπάρχει «ναι μεν, αλλά». Δεν υπάρχουν επιχειρήματα. Κι ούτε γιορτές υπάρχουν στις μέρες που ζούμε. Θα γιορτάσουμε μετά, όταν θα έχουμε κάτι να γιορτάσουμε. Αυτή τη στιγμή ακροβατούμε στην άκρη ενός γκρεμού κι αυτά τα μέτρα, τα σκληρά, τα ακατανόητα, τα υπερβολικά, είναι μια μπάρα ασφαλείας για να μην πέσουμε, είναι μια φωτεινή επιγραφή κινδύνου που αναβοσβήνει: κάντε πίσω. Κι εμείς τι κάνουμε; Πηδάμε πάνω από τη μπάρα. Πάμε και ριχνόμαστε απ’ το γκρεμό και παίρνουμε και άλλους μαζί μας. Και δεν έχει διχτάκι στα νησιά να μας πιάσει για να σωθούμε. Έχει μικρά κέντρα υγείας που λειτουργούν, κυρίως, με προσευχές: μην πέσετε. Έχει ελικόπτερο που ΙΣΩΣ έρθει εγκαίρως, αν δεν είναι αλλού. Έχει πλοία, σποραδικά, που ΙΣΩΣ ταξιδέψουν, αν δεν έχει μποφόρ. Κι εμείς ριχνόμαστε, ποντάροντας στο ίσως; Κάντε πίσω. Κάντε υπομονή. Δείξτε την αγάπη σας αλλιώς. Είναι σκληρό, ναι, αλλά αναγκαίο. Δεν διακυβεύεται το πού ανήκετε. Δε διακυβεύονται τα δικαιώματά σας, ούτε η σύνδεσή σας, η αδιαμφισβήτητη, με το νησί. Αυτά είναι ασφαλή, δεν κινδυνεύουν. Κινδυνεύουμε εμείς, όλοι, ανεξαιρέτως· διακυβεύεται η ασφάλεια και η υγεία μας. Και θα το πω για άλλη μια φορά, η γραφική, για τις καμπάνες που χτυπάνε πένθιμα σε άδειες εκκλησίες. Για να μη θρηνήσουμε αντί να γιορτάσουμε: κάντε πίσω.

2) Το «δεν έχουμε κρούσματα εδώ» είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελές. Στη χειρότερη επικίνδυνο. Γιατί δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, κανονικότητας, που όλοι την έχουμε ανάγκη, αλλά δε μας εξυπηρετεί και δε μας προστατεύει. Όσο επιμένουμε να λειτουργούμε στο πλαίσιο «δεν τρέχει τίποτα» και να μη σεβόμαστε τα μέτρα προστασίας, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος και η ανάγκη επιβολής των μέτρων. Είναι μονόδρομος που οδηγεί στο «έχουμε» – άλλο ένα ρεπορτάζ: «ΚΡΟΥΣΜΑ ΣΤΗ ΣΙΦΝΟ» – και στην εκ των υστέρων κατανομή ευθυνών. Με λογική, με ψυχραιμία, καταλάβετέ το: κρούσματα υπάρχουν, υπάρχουν φορείς. Το μόνο που σημαίνει το «δεν έχουμε» είναι ότι είμαστε τυχεροί, ως τώρα, και δεν έχει νοσήσει κανένας σοβαρά. Το μόνο που σημαίνει είναι ότι δεν έχουμε ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΜΕΝΑ κρούσματα, και τα αντίστοιχα ρεπορτάζ, γιατί στα νησιά, ελλείψει υποδομών για διάγνωση και περίθαλψη, τα μόνο κρούσματα που επιβεβαιώνονται είναι αυτά που μεταφέρονται επειγόντως στην Αθήνα. Τα σοβαρά, τα κατευθείαν στην εντατική. Καταλάβετέ το: δεν είμαστε ανέγγιχτοι από τον ιό. Κι όχι δεν τρέχει τίποτα: τρέχει. Κυκλοφορεί ανάμεσά μας, σε ανθρώπους ασυμπτωματικούς, που όμως παραμένουν φορείς, σε ανθρώπους με ήπια συμπτώματα που, από φόβο ή το αντίθετο του φόβου, δεν έχουν δώσει σημασία και συνεχίζουν να κυκλοφορούν σα να μην τρέχει τίποτα. Ή σαν κι εμένα, που νιώθω κάποιες μέρες κάτι περίεργο στο σώμα μου κι επειδή δεν είμαι σίγουρη, επειδή δεν μπορώ να ξέρω, έχω κλειστεί στο σπίτι, σε καραντίνα, ώσπου να νιώσω καλύτερα ή χειρότερα. Δε μ’ αρέσει, δεν περνάω καλά. Είμαι μόνη μου, βαριέμαι, και είναι στιγμές που είμαι φοβισμένη. Αλλά επειδή δεν ξέρω, κάνω το μόνο που μπορώ, κι ακούω αυτούς που ξέρουν κάτι περισσότερο. Κι ας μη μ’ αρέσει. Γιατί – Σωκρατικώς – το μόνο που ξέρουμε, το μόνο που μπορούμε να ξέρουμε, είναι ότι δεν ξέρουμε: τι σκατά κάνει αυτός ο ιός, πως συμπεριφέρεται στον κάθε οργανισμό. Γιατί, τεκμηριωμένα, και σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των φορέων παρουσιάζει βήχα και πυρετό, υπάρχουν κι άλλα συμπτώματα, ήπια, ύπουλα. Κούραση, πονοκέφαλος, πόνος στο σώμα. Διάρροια, αρκετά συχνά. Συμπτώματα που μπορεί να οφείλονται σε οτιδήποτε και που μάλλον θα τα αγνοούσαμε, υπό κανονικές συνθήκες. Αλλά οι συνθήκες δεν είναι κανονικές: αυτό, τουλάχιστον, το ξέρουμε, κι ας διατηρούμε την ψευδαίσθηση της κανονικότητας. Και θα ήταν καλό να αναλάβουμε όλοι τώρα τις ευθύνες μας αντί να ψάχνουμε τον φταίχτη εκ των υστέρων, και να καταλάβουμε, τώρα, πως κάτι τρέχει, και να σταματήσουμε να τρέχουμε πάνω-κάτω, αντί να περιμένουμε το επιβεβαιωμένο κρούσμα για να το καταλάβουμε, βίαια, μια και καλή, και να τρέχουμε και να μη φτάνουμε πουθενά (εκτός απ’ την εντατική, ίσως. Αν έρθει το ελικόπτερο εγκαίρως). Να καταλάβουμε την τύχη μας και να τη διαφυλάξουμε. Χωρίς πανικό: με λογική, με ψυχραιμία. Θα ήταν καλό. Όλα τα άλλα σενάρια, όχι.

Και στο τελείως προσωπικό, για τέλος: θέλω τη μαμά μου. Θέλω την αδελφή μου. Θα θελα να ‘ρθουν, όπως κάθε χρόνο, για τις γιορτές, και να καθόμαστε μαζί στον καναπέ, η μία πάνω στην άλλη, και να τσακωνόμαστε για το πού θα φάμε την Κυριακή του Πάσχα κι αν θα φτιάξουμε μαγειρίτσα και ποιος θα καθαρίσει τα έντερα. Θα θελα να ‘ταν εδώ η μαμά μου τώρα, να μου προσφέρει σούπες που δε θέλω να φάω και φρούτα που δεν τρώω ποτέ, καθώς περνάω ώρες ατελείωτες ξαπλωμένη στον καναπέ, περιμένοντας να δω αν θα χειροτερέψω. Θα θελα να ‘ταν όλοι εδώ, αυτοί που αγαπάω, ώστε να μην ανησυχώ, δεκαεφτά φορές τη μέρα, για το πού είναι κι αν είναι καλά, εκεί στις πόλεις και στις πολυκατοικίες που κρύβονται και περιμένουν, κι άμα φοράνε μάσκα όταν πάνε στο σουπερμάρκετ κι άμα προσέχουν, κι άμα φοβούνται, όπως εγώ. Θα θελα, μα δεν είναι. Θα θελα, μα τους είπα απ’ την αρχή, πριν ξεκινήσουν καν τα μέτρα και οι περιορισμοί, να μην έρθουν. Είναι σκληρό, και είναι δύσκολο, για όλους μας. Κι είναι τελείως φυσικό ν’ αντιστεκόμαστε και να μας φαίνονται τα μέτρα υπερβολές, όταν παλεύουμε μ’ έναν αόρατο εχθρό. Αλλά καλύτερα να μην τον δούμε. Είναι σκληρό, αλλά αντέχουμε. Για να έχουμε κάτι να γιορτάσουμε μετά, υπομονή.

Οι αγκαλιές ήτανε πάντα επικίνδυνες

Screen Shot 2020-04-03 at 10.31.16

Βγήκα έξω το βράδυ, χωρίς άδεια. Θα ‘τανε γύρω στα μεσάνυχτα. Δεν πήγα μακριά, εκατό μέτρα ως την αυλή της εκκλησίας, κι ύστερα περιφερόμουν πάνω-κάνω, γύρω-γύρω, στο σχήμα του 8, του απείρου. Σαν τα έντομα που ζαλισμένα πριν πεθάνουν, κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους. Αλλά εγώ δεν πεθαίνω. Ζαλίζομαι στους κύκλους μου και είναι σύμπτωμα, ξεκάθαρο, πως ζω. Πως ψάχνω ακόμα κάποιο σχήμα να χωρέσω – ή να ξεφύγω.

Τί μ’ έβγαλε απ’ το σπίτι, μεσάνυχτα, με ξυπόλητα πόδια χωμένα βιαστικά σε βρώμικα παπούτσια κι ένα φούτερ πιο λεπτό απ’ ότι έπρεπε; Φυσούσε. Με τα χέρια στις τσέπες και την κουκούλα σηκωμένη, αλλά ήθελα να νιώσω τον αέρα στο μέτωπό μου, να δροσίσει, λίγο, τον πονοκέφαλο που μου αρνήθηκε τη διαφυγή του ύπνου. Συμπτώματα: τίποτα πια δεν είναι αθώο. Ο πόνος στο κεφάλι, το πιάσιμο στους μυς, βήχας του καπνιστή ή του ιού, και μία κούραση παράξενη, με όλα, κι αυτό το βάρος στο στήθος, πότε ξεκίνησε; Μακριά – απόσταση ασφαλείας. Κι οι αγκαλιές και τα φιλιά: αυτά δεν ήτανε ποτέ αθώα, ξέρετε. Το ξέρετε; Χέρια μπλεγμένα, δάχτυλα, το πρόσωπό σου να χωράει στην καμπύλη ενός λαιμού, κορμιά που φτιάχνουν νέα σχήματα – ποτέ δεν ήτανε αθώα. Αυτά που πάντα μας κρατούσαν ξάγρυπνους τα βράδια και να περιφερόμαστε στο σχήμα του απείρου, ψάχνοντας: τί;

Αυτά θα ήταν που με βγάλαν απ’ το σπίτι μες το βράδυ. Μα δε χωρούσα στην αυλή της εκκλησίας. Έκατσα λίγο στο πεζούλι, σώμα στραμμένο στο βουνό, στο μοναστήρι το θαμπό στην κορυφή του, αλλά όχι. Δεν ήταν εκεί. Κι από την εκκλησία μέσα ένα φως να τρεμοπαίζει (κάποιος φροντίζει πάντα να ανάβει το καντήλι), μα δε μπήκα. Το σκέφτηκα, να μπω ν’ ανάψω ένα κερί, να υποδυθώ ένα ρόλο που δίνει ανακούφιση σε τόσους άλλους, αλλά όχι. Δεν είναι εκεί αυτά που ψάχνω. Ένα κορμί όταν φοβάσαι τα συμπτώματα ζωής εξίσου και θανάτου, ένα κορμί αλλουνού αλλά δικό σου να σπρωχτείς απάνω του. Όσο κοντά μπορείς μέχρι να φτιάξετε άλλο σχήμα. Οι αγκαλιές που ήταν πάντα επικίνδυνες, και δεν το ξέραμε. Κι όταν μας λένε όχι, πόσο λείπουν.

Εχθές συνάντησα μια φίλη, μετά από μέρες – δεν ξέρω πόσες – καραντίνας. Αγκαλιαστήκαμε παράνομα, αποφασισμένες· με πρόσωπα στραμμένα αντίθετα, συμμετρικά, αλλά σφιχτά, τόσο σφιχτά σα να κρεμόταν η ζωή μας από μία αγκαλιά. Κι έτσι ήταν πάντα, μα δεν το ξέραμε. Ότι κρεμόμαστε ο ένας απ΄ τον άλλον, ότι κρατιόμαστε για να κρατηθούμε. Ότι κρατάμε ο ένας τον άλλον στη ζωή. Κι όσα τα λόγια και να πούμε, δεν είναι δάχτυλα μπλεγμένα. Όσο υπέροχα και παρηγορητικά, τίποτα δεν αντικαθιστά το άγγιγμα. Πόσες φορές είπαμε «έλα» αντί να πάμε, και σπαταλούσαμε αγκαλιές σα να ‘μασταν ανέκαθεν σε καραντίνα.

Κι ο έρωτας; Ποιος έρωτας; Δεν είναι αυτό το θέμα. Είναι πως είναι σύμπτωμα ζωής, είναι πως είμαστε κορμιά που τρέμουν και πονάνε από ανάγκη, επιθυμία που βιάζεται, που χρειάζεται να γίνει επαφή, όσο κοντά μπορούμε, πιο κοντά, γιατί είμαστε φτιαγμένοι για να χωράμε ο ένας μέσα στον άλλον. Για μια στιγμή, για το άπειρο – δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι να τον νιώσουμε, παντού, κι η αναπνοή μας να μπλεχτεί με την αναπνοή του άλλου. Πόσες αναπνοές ξοδέψαμε τότε που δε φοβόμασταν – θυμάστε; Δεν πάει καιρός από την άλλη μας ζωή, μέρες ακόμα (αν και δεν ξέρω πόσες, πια) που δε φοβόμασταν κι είμασταν τόσο φοβισμένοι. Και που πεθαίναμε μονάχοι μας, μες το κορμί του ο καθένας, σε απόσταση, γιατί δεν ξέραμε πως είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.

Κι ήτανε μέρες πριν, όχι πολλές, κάπου στο μεταίχμιο της άλλης μας ζωής κι αυτής που ζούμε τώρα, τότε που ν’ αγκαλιάζεσαι παράνομα ήταν αστείο ακόμα, που αγκάλιασα έναν άντρα. Που με πήρε ένας άντρας στην αγκαλιά του, που του έκανα χώρο μέσα μου να μπει, και είμασταν σώματα που σπρώχνονται τόσα κοντά που κάνουν άλλο σχήμα. Για μια στιγμή στο άπειρο, προσωρινά, ως σύμπτωμα του φόβου που πλησίαζε ή της ζωής της άλλης, πριν, που αποτραβιόταν, ή της ανάγκης της αρχαίας για λίγο κίνδυνο ή της ακόμα πιο αρχαίας που θυμάται πως πρώτα είμασταν κορμιά – δεν έχει σημασία. Ποιος έρωτας; Ποτέ δεν ήτανε το θέμα τί θα πεις και πώς, ποτέ δεν ήταν σε λόγια κι ορισμούς αυτά που ψάχνουμε όταν περιφερόμαστε μονάχοι μας τα βράδια: μόνο στιγμές που αγγίξαμε τον άλλον και μας άγγιξε, που βρέθηκαν δυο σώματα μαζί σε κάποια συνεννόηση πρωτόγονη, σε ένα τώρα που απ’ τη φύση του δε θα διαρκέσει, και δε χρειάζεται. Φτάνει που είμασταν εκεί – αν είμασταν, αν αφεθήκαμε να είμαστε. Φτάνει που βρέθηκα εκεί, σ’ εκείνο το μεταίχμιο, που αφέθηκα στην αγκαλιά ενός άντρα, που αφέθηκα να νιώσω πράγματα που ακόμα δεν τ’ αλλοίωσαν οι λέξεις· φτάνει. Γιατί – πώς δεν το ξέραμε; – τώρα που απαγορεύτηκαν οι αγκαλιές και μείναν μόνο οι λέξεις, είμαστε πιο χαμένοι από ποτέ. Γιατί όσο κι αν ψάχνουμε σε λόγια κι ορισμούς και άδειες εκκλησίες, μόνο στ’ αγγίγματα βρισκόμαστε. Κι οι αγκαλιές ήτανε πάντα επικίνδυνες: γι’ αυτό έχουν αξία.

Τί ψάχνουμε; Παρηγοριά, ασφάλεια, κάποια παρέα για να σπάει τη μοναξιά μας, σχήματα που χωράν τους φόβους μας, επιβεβαίωση πως είμαστε, υπάρχουμε, έρωτες για να δικαιολογούν τις πρώιμες ανάγκες του κορμιού μας: κάποιον να μας κρατάει. Εκεί, στο κυριολεκτικό, βρισκόμαστε. Εκεί, από πάντα, τελικά, σ’ αγγίγματα και δάχτυλα μπλεγμένα, και σε κορμιά που κάνουν σχήματα αλλόκοτα ξεχνώντας, για ένα τώρα, τα όρια τους, και σ’ αγκαλιές που δεν μπορείς να μην τις δώσεις, κι ας είναι επικίνδυνες, κι ας έχεις βήχα ή συμπτώματα από έρωτα, εκεί. Εκεί βρισκόμαστε, εκεί είναι όλα όσα ψάχνουμε. Στο να πλησιάσεις, χωρίς λόγια, κάποιον άλλον, και να τον πάρεις αγκαλιά. Να τον κρατήσεις. Όσο κρατάει η στιγμή. Έτσι κρατιόμαστε.

Ο έρωτας (κι ο βήχας) στα χρόνια του κορονοϊού

masks

Εγώ, ας πούμε, μετά από τα χρόνια εκείνα τα ανέμελα που έτρωγα κατευχαριστημένη άμμο και χώμα στις παιδικές χαρές της Αθήνας, κι έγλυφα τα παιχνίδια των άλλων παιδιών, μετά την πρώτη φορά που μου ‘πε κάποιος «μην το βάζεις αυτό το στόμα σου», αποφάσισα να είμαι υποχόνδρια. Κι αν κάποιος ήταν άρρωστος, έφτανε μόνο να μου το πει για να αρχίσουν τα συμπτώματα. Ήταν η πρώτη μου μάσκα αυτή κι ύστερα, σύντομα, φόρεσα και την άλλη, την «δεν είμαστε έτσι εμείς, δε φερόμαστε έτσι». Κι έτσι, μεταμφιεσμένη, άρχισα να διασχίζω το τοπίο της ενήλικης ζωής· έτσι, μεταμφιεσμένη, να διαπραγματεύομαι τις σχέσεις μου με τους άλλους. Κι αν ήξερα ότι ήταν κάτι που με κρύβει – όχι πέπλα μυστηρίου αλλά μάσκα αποπνικτική – αν ήξερα πως φορούσα κάτι που με σταματάει απ’ το ν’ αγγίξω τα πράγματα γυμνή, δε μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορούσα, όπως το έβαλα, να το βγάλω.

Κι έρχεται τώρα ένας κορονοϊός κι έχουμε κι άλλη δικαιολογία να φορέσουμε τις μάσκες και να κουκουλωθούμε. Να εξετάζουμε με καχυποψία τους γύρω μας για συμπτώματα, κι αν κάποιος φταρνίζεται στα 30 μέτρα να πεταγόμαστε πανικόβλητοι μακριά. Πλοία, τρένα, αεροπλάνα; Πλατείες και μαγαζιά; Να βγεις στο δρόμο και να βήχει κανας μαλάκας δίπλα σου, και να μη φοράει μάσκα; Γάμα το, θα μείνω σπίτι. Θα κλείσω τις πόρτες και θα μπω στο Facebook· δεν κινδυνεύω εκεί.

Μεταμφιεσμένοι είμαστε, όχι προστατευμένοι. Δεν προστατεύουν οι μάσκες από τίποτα, κι όμως τις φοράμε όλοι, και δεν πιάνουμε τα πράγματα με τα χέρια, δεν τα βάζουμε στο στόμα μας. Και σ’ αυτά τα χρόνια της δήθεν απελευθέρωσης, της τρομαχτικής αμεσότητας της επαφής με όλους και με όλα, πάντα και παντού, της εν δυνάμει δυνατότητας να είμαστε αληθινοί με όρια μόνο τα δικά μας, ο καθένας, είμαστε πιο κρυμμένοι από ποτέ. Φτιάχνουμε ένα προφίλ στο Facebook και προσποιούμαστε τη ζωή όπως τη θέλουμε, αντί να βρίσκουμε τους τρόπους να τη ζούμε. Υποδυόμαστε έναν εαυτό κι έχουμε χάσει πια το ένστικτο του να είμαστε. Το θάρρος. Τις ανταμοιβές. Μες το κουτάκι μας που ελέγχουμε τί βγαίνει προς τα έξω, προστατευμένοι, δήθεν, απ’ τον κίνδυνο της έκθεσης σε πράγματα που μας φοβίζουν. Κι αντίστοιχα, τί μπαίνει; Τίποτα αξίας, τίποτα αληθινό, χιλιοφιλτραρισμένα λόγια κι εμείς, κατευχαριστημένοι, να αναμασούμε εμπειρίες άνοστες πια, νιώθοντας ευγνώμονες σε κάποια τοποθεσία, απομακρυσμένοι, με τις μάσκες μας δεμένες σφιχτά. Κι έχουμε ξεχάσει τη χαρά του ν’ ακούς τη φωνή του άλλου στο τηλέφωνο, να βάζεις πράγματα στο στόμα σου για να τα δοκιμάσεις, να γλείφεις τα άλλα παιδάκια για να δεις τί γεύση έχουν.

Έκανα χτες μία συζήτηση για το φόβο, εκείνον τον κάλο, που σε κρατάει σε εγρήγορση, που όντως σε προστατεύει· να μην ξεχνιέσαι, να ξέρεις που είναι τα όριά σου. Γιατί είναι άλλο η επίγνωση του κινδύνου που σε αφήνει ελεύθερο να ρισκάρεις, κι άλλο ο φόβος που σε καθηλώνει. Άλλο ο κίνδυνος κι άλλο το ρίσκο. Άλλο να φοβάσαι, κι άλλο να ζεις με φόβο, εγκλωβισμένος μέσα στα όριά του. Κινδυνεύουμε: από το βήχα, από τον έρωτα, από όλα αυτά που αν τα θελήσουμε θα εκτεθούμε, αν τ’ αποκτήσουμε μπορεί και να τα χάσουμε, από απρόσμενες απειλές καθώς παίζουμε ανέμελα με τ’ άλλα παιδάκια στην παιδική χαρά. Είμαστε πάντα εκτεθειμένοι, όσο και να κρυβόμαστε. Δεν υπάρχει προστασία. Από τα πάντα, τίποτα.

Εγώ, ας πούμε, αποφάσισα μια μέρα να μην είμαι πια υποχόνδρια. Κι όταν μου λένε, τώρα, «μη με πλησιάζεις, είμαι άρρωστος», απαντάω, «καλά, δε θα σε γλείψω», και τους πλησιάζω όσο θέλω εγώ. Αποφάσισα να βγάλω τη μάσκα μου – όχι μονομιάς, αλλά δειλά-δειλά την κατέβαζα ώσπου πήρα αναπνοή, ώσπου άρχισα να αναπνέω χωρίς φίλτρα, και να αγγίζω τα πράγματα γυμνή. Και δεν έπαθα τίποτα εκτός από τα πάντα, όλα αυτά που φοβόμουν, που τα κρατούσα σε απόσταση – τα πήρα μέσα μου, τα άφησα να μπουν. Δεν έπαθα τίποτα. Και δε λέω πως δε φοβάμαι πια, πάντα θα φοβάμαι· είναι πολλά που με φοβίζουν και με κρατούν σε εγρήγορση. Αλλά όχι ο βήχας. Όχι ο έρωτας. Πιο πολύ αυτά που δεν άφηνα να με αγγίξουν τόσα χρόνια για να μην εκτεθώ, πιο πολύ. Δε λέω πως θ’ αρχίσω να γλείφω Κινέζους που βήχουν αλλά, κατά τ’ άλλα, ναι: τα πιάνω όλα με τα χέρια, τα βάζω στο στόμα μου για να τα νιώσω, για να τα γευτώ. Κι αν αυτό σας παραπέμπει στο πονηρό: δεν ήτανε τυχαίο. Ας μην προσποιούμαστε· όλοι τα ίδια θέλουμε, κάτω απ’ τις μάσκες. Κι εν τέλει, όπως είπε κι ο Πανούσης που μεταμφιεζόταν συνεχώς για να μας θυμίσει ποιοι είμαστε, «γαμάτε, γιατί χανόμαστε».


Φωτογραφία: Eric Risberg / Associated Press (LA Times)