
Απόψε είναι γιορτή, κι έβαλα δυνατά στο καινούργιο μου ηχείο Μαζωνάκη και τραγουδούσα πως έγινα πάλι κακό παιδί και κουνιόμουν και κάπως ρυθμικά, αλλά προσεχτικά, γιατί κατάφερα ένα καλό διάστρεμμα στο δεξί μου πόδι κι είναι όλες οι αποχρώσεις του μωβ. Χάος: δεν ακούω Μαζωνάκη. Ξέρω ένα τραγούδι του, αυτό, που του ΄πανε να φύγει από το μαγαζί· δύο, εάν μετρήσω κι εκείνο που έβαζε συνεχώς η Κατερίνα πρόπερσι το χειμώνα, αλλά δεν ξέρω πώς το λένε. Αλλά είναι γιορτή απόψε, κι αφού γιορτάζω κάτι που δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θα ήταν αφορμή για εορτασμό, γιατί να μην το κάνω τραγουδώντας Μαζωνάκη; Τίποτα πια δεν είναι παράξενο. Κι αν είναι, δε με παραξενεύει. Ίσως να ‘ναι κάποιου είδους ολοκλήρωση, αυτό. Ένα πλήρωμα. Ένα τέλος.
Κάτι, σίγουρα, θα ‘χει τελειώσει, γιατί κάτι ξεκίνησε σήμερα και κάπου πρέπει να βρήκε χώρο για να στεριώσει. Τόπο, όπως κι εγώ. Έλεγα αυτές τις μέρες πως δε με χωράει ο τόπος, γιατί με το πόδι μου πρησμένο και δεμένο δε μπορούσα να πάω πουθενά, κι ο γιατρός είπε να μην το πατήσω για 24 ώρες και κόντεψα να τρελαθώ μέσα στο σπίτι. Αλλά ο τόπος άνοιξε, μια σχισμή, να με χωρέσει κι έγινα, σήμερα, δημότης Σίφνου.
Και θέλω να μείνω εδώ, για μια στιγμή. Στο τι σημαίνει αυτό. Αυτό που ως τώρα δε θέλησα ποτέ, κι όμως, όπως μου λέει ο φίλος μου ο Γιώργος, αποτελεί πρωτόγονη ανάγκη: το να ανήκεις. Αυτό που ως τώρα ποτέ δεν είχα επιδιώξει, ενεργά, που ίσως το ‘θελα στο βάθος, στο επίπεδο του ενστίκτου, αλλά το απαρνιόμουν από πείσμα – αν δε με θέτε μία εσείς, εγώ δε σας θέλω δέκα: το κοριτσάκι που δεν είχε τόπο πουθενά. Που πάντα έλειπε από κάπου κι όπου κι αν ήταν κάτι της έλειπε, και που παρ’ όλα αυτά, παράδοξα, γυρνούσε ξανά και ξανά να πιαστεί από εκείνο το στίχο των Βeatles, there’s nowhere you can be that isn’t where you’re meant to be – ουσιαστικά, πως λάθος τόπος δεν υπάρχει, όπου και να βρεθείς. Κι ίσως να ήταν και εν μέρει – εν πολλοίς – αληθινό: να ‘ταν εξίσου έντονη η ανάγκη μου για ανεξαρτησία, να μην κρατιέμαι πουθενά, να μη με κρατάει τίποτα, η ελευθερία του να ‘σαι λυτός, ξεπαστούρωτος, και να πηδάς τις μάντρες όποτε θέλεις. Κι ας σου αρέσει το χωράφι που σε βάλανε, κι ας είναι εύφορο αρκετά – να ‘χεις πάντα την επιλογή. Κι ίσως γι’ αυτό να μην προσπάθησα ποτέ, πραγματικά, να ανήκω. Γιατί το «ανήκω» έχει δύο έννοιες, τουλάχιστον: ασφάλεια και δέσμευση. Απώλεια και κέρδος. Ανήκω είναι να σε κρατάει κάτι, κάπου, κι εγώ δεν είχα βρει ποτέ τόπο να με χωρέσει.
Τι άλλαξε, λοιπόν, και βρέθηκα να επιζητώ, να αιτούμαι να ανήκω; Να θέλω εγώ, η άδετη, αυτό το τόσο ευτελές, συμβατικό, κοινότυπο (δικά μου λόγια, πρώιμα, όσο και η ανάγκη που τα καταρρίπτει): να θέλω κάπου να δεθώ, να με κρατήσει κάτι, να χωρέσω; Η εύκολη απάντηση θα ‘ταν πως άλλαξα εγώ, αλλά μου φαίνεται πως τελικά εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Είναι μια αυταπάτη, όπως πολλά, όπως η ανεξαρτησία που αξιώνω. Είναι κι αυτή στο τέλος κράτημα και περιορισμός, αν γίνεται επιταγή και πείσμα, αν βλέπεις μάντρες γύρω σου παντού κι όχι χωράφια να βοσκήσεις. Για ποια ανεξαρτησία, όταν στο μονοπάτι που ‘χεις περπατήσει χίλιες φορές, απρόσεχτα και βιαστικά και με βροχή και με τα μάτια σου στο κινητό, χίλιες και μία και σκοντάφτεις ξαφνικά και σου γυρνάει το πόδι, και από το τίποτα βρίσκεσαι στο σπίτι εγκλωβισμένη, ανήμπορη, να περιμένεις το Γιάννη να σου φέρει πιτσίνια, μια σακούλα γεμάτη, γιατί αυτά, και μόνο αυτά, σου είναι τελείως απαραίτητα για να αντέξεις τις ατελείωτες ώρες ανάρρωσης στον καναπέ; Η ανεξαρτησία τόσο εύκολα χάνεται, έτσι γλιστράει, ανύποπτα, σαν το πόδι στο σοκάκι. Κι ίσως «ανήκω» να σημαίνει πως έχεις κάποιον να σου φέρει πιτσίνια μες τη βροχή. Κι ας μην τα χρειάζεσαι. Και να μη ντρέπεσαι να τα ζητήσεις.
Και τι σημαίνει, εν τέλει, άλλαξα; Που έβαλα ένα τραγούδι του Μαζωνάκη και που δακρύζω όταν ακούω «Τ’ αέρι», εγώ που άκουγα μόνο Τρύπες και Beatles και τις εναλλακτικές κιθάρες του Μάντσεστερ; Που έχω κότες στην αυλή, εγώ που είχα όλο το Λονδίνο για αυλή μου; Που είναι τα χέρια μου σμπαράλια επειδή σκαλίζω τα χώματα στον κήπο χωρίς γάντια· τα ίδια χέρια που πληκτρολογούν λογοτεχνίες στο MacBook; Που θέλησα, που ζήτησα, να εκδοθεί ένα χαρτί να λέει πως είναι ο τόπος μου η Σίφνος; Που «αλήθεια, δε σε ξέρω πια. Δε σε αναγνωρίζω»; Άλλο αυτό: ούτε κι εγώ με ήξερα, αλήθεια. Αλλά δεν άλλαξα, είμαι ό,τι ήμουν από πάντα, κι όλα υπήρχαν, εν δυνάμει ή σε λανθάνουσα, τα πρώιμα και τα πρωτοποριακά, η ανεξαρτησία και η ανάγκη, τα πείσματα κι οι αλήθειες μου, τα ένστικτα κι οι μαθημένοι τρόποι, τόποι και ατοπίες και τα κοινότυπα και τα συμβατικά κι η επανάσταση με ή χωρίς αιτία, το χάος κι ο Μαζωνάκης κι η ταξιδιάρα η ψυχή που βρήκε κάπου να στεριώσει. Ηρεμία, τάξη και ασφάλεια. Όλα. Δεν άλλαξα· κανείς μας δεν αλλάζει στην ουσία του. Ίσως απλά, με τον καιρό, αναγνωρίζουμε σιγά-σιγά τον εαυτό μας, χωρίς να μας παραξενεύουν πια οι αντιφάσεις. Ώστε να μην εγκλωβιζόμαστε ούτε σε μάντρες νοητές ούτε σ’ ελευθερίες που ποτέ δε στερηθήκαμε. Ίσως, με τον καιρό, αναγνωρίζουμε πως όλα είναι επιλογές και λάθος τόπος δεν υπάρχει, ούτε ανάγκη λάθος κι ευτελής, άμα τη νιώθουμε. Για να μπορέσουμε μια μέρα, τυχαία, ας πούμε του Οκτώβρη, να πάμε τρεις φορές στο δήμο στη σειρά, επίμονα, χωρίς ντροπή, ώσπου να πει ο άνθρωπος εκεί «γράψτηνα, να τελειώνουμε» και να ‘ναι λόγος για γιορτή, με Μαζωνάκη και britpop και τα βιολιά της Σίφνου.
Στον Αρτεμώνα, στο Σταυρί, στα Ξάμπελα, στο Κάστρο. Θέλω να μείνω εδώ. Κι αυτό κάτι σημαίνει.