
Έχετε ακούσει για το Valentino Rossi; Είναι ο λόγος που o φίλος μου είναι ακόμα ζωντανός.
Ο Valentino Rossi είναι αναβάτης του Moto GP. Αυτό μάλλον το ξέρατε, αλλά εγώ, μέχρι πολύ πρόσφατα, δεν το ήξερα. Δεν ήξερα καν ότι αυτοί οι τύποι ονομάζονται «αναβάτες» κι όχι «οδηγοί» – έπρεπε να το ψάξω στο Google. Δεν ξέρω καλά-καλά το Moto GP τί είναι, εκτός του ότι έχει διάφορους τρελλούς που καβαλάνε μηχανές, συνήθως πλαγιαστά, με ταχύτητες που δεν μπορώ καν να συλλάβω, και η συχνότητα με την οποία εκτοξεύονται απ’ τις μηχανές τους ή βγαίνουν απ’ την πορεία τους ή παίρνουν φωτιά με κάνει να αναρωτιέμαι πως είναι κανείς τους ακόμα ζωντανός. Αλλά είναι, όπως και ο φίλος μου.
Ο Rossi πάντως είναι καλός, αυτό το ξέρω. Δεν έχει φόβο πάνω στη μηχανή, δεν έχει δισταγμό. Έχω ακούσει να τον λένε «ο γέρος» κι αυτό με κάνει να νιώθω μια απροσδιόριστη εγγύτητα, κάτι σαν αλληλεγγύη, γιατί είμαστε περίπου στην ίδια ηλικία κι έχουμε ακόμα κι οι δύο μας να κάνουμε πολλά. Κι ο γέρος αφήνει συστηματικά τους νεότερους ανταγωνιστές του πίσω. Αν ήμουν εγώ στη θέση του, θα έμπαινα στον πειρασμό να τους δείξω κανένα δάχτυλο καθώς περνάω, αλλά ο Rossi δε μου φαίνεται ούτε αλαζονικός ούτε ψωνισμένος. Είναι ένας άνθρωπος που απλά κάνει αυτό που κάνει, και το κάνει καλά. Και το κάνει επίμονα, ότι κι αν συμβεί: μιλάμε για τον τύπο που έσπασε πρόσφατα το πόδι του σε δυο μεριές κατά τη διάρκεια της προπόνησης. «Λυπάμαι για το συμβάν,» είπε (σα να ζητάει συγνώμη). «Τώρα θέλω μόνο να ξανανέβω στη μηχανή μου το συντομότερο δυνατόν». Και το ‘κανε: μέσα σε λίγες βδομάδες είχε επιστρέψει. Εκεί που, χωρίς αμφιβολία, ανήκει.
Είμαι συγγραφέας, και το μυαλό μου τα βλέπει όλα σαν ιστορίες. Να μια ιστορία που μ’ αρέσει: αυτός ο Valentino Rossi, πάντα χαμογελαστός, να κυνηγάει ένα όνειρο που δε θα το φτάσει ποτέ, γιατί κάθε φορά που φτάνει στο τέρμα, εκείνο μετακινείται στον επόμενο αγώνα, στο επόμενο Grand Prix. Να αψηφά το χρόνο και το θάνατο πάνω στη μηχανή του, πλαγιαστά, και να σώζει ζωές. Έχω σκεφτεί να το ψάξω λίγο, να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν – από πού ξεκίνησε και πώς. Πώς πήρε την πρώτη του μηχανή, πόσες φορές ξέφυγαν τα όνειρά του απ’ την πορεία τους και πήραν φωτιά, πόσα εμπόδια ξεπέρασε για να βρεθεί εκεί που είναι. Αλλά μ’ αρέσει η δική μου εκδοχή, η εικόνα που έχω σχηματίσει στο μυαλό μου από δυο-τρεις συνεντεύξεις, μια χούφτα φωτογραφίες κι από αυτά που λέει ο φίλος μου για κείνον. Μ’ αρέσει η αίσθηση που έχω γι’ αυτόν, παράξενα οικείος και πάντα, ακλόνητα θετικός, με το ανοιχτό του πρόσωπο και τις γραμμές που δημιουργούνται από το γέλιο και μια λάμψη στα μάτια του που μου λέει πως έχει το χιούμορ που μ’ αρέσει: την ικανότητα να γελάει με τον εαυτό του. Φαντάζομαι πως θα μπορούσαμε να κάναμε παρέα, εγώ κι ο Rossi, ο Vale, όπως τον αποκάλεσαν οι εκπρόσωποι του φαν κλαμπ (τους έγραψα – τους έστειλα κάτι σε ημι-παρανοϊκό fanmail εξ αγχιστείας, κι είχαν, παρ’ όλα αυτά, την καλοσύνη να μου απαντήσουν) και να ένιωθα πολύ άνετα μαζί του. Δεν έχω όμως καμία επιθυμία προσωπική να γίνει κάτι τέτοιο. Δε θα πήγαινα μακριά, δε θα διάνυα αποστάσεις – κυριολεκτικές ή μεταφορικές – για να τον συναντήσω. Ο Rossi είναι ήρωας για πολλούς, χιλιάδες θαυμαστές που στέκονται στην άκρη της πίστας με τα πρόσωπά τους βαμμένα, να φωνάζουν τ’ όνομά του, να τον ωθούν να πάει μπροστά – κι εγώ είμαι μόνο μια θαυμάστρια εξ αγχιστείας. Αλλά του χρωστάω κάτι μεγαλύτερο από το άθροισμα της αγάπης και της αφοσίωσης που του δίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι καθημερινά, γιατί έσωσε, μάλλον, τη ζωή του φίλου μου.
Μάλλον. Mε τη συμβολική έννοια οπωσδήποτε, παρ’ ότι κυριολεκτικά σώθηκε περισσότερο απ’ το χειρούργο που έφτιαξε την καρδιά του. Επτά ώρες χειρουργείο χωρίς αναισθησία, διότι αυτός ο φίλος μου (ας τον πούμε Κώστα) αρνήθηκε να χειρουργηθεί κοιμισμένος. Είχε μια προηγούμενη συνάντηση με το θάνατο, ένα ατύχημα με μηχανή. Γλίτωσε κι απ’ το πέσιμο κι απ’ το ταξίδι με ελικόπτερο για το νοσοκομείο στην Αθήνα, μόνο και μόνο για να χάσει, παραλίγο, τη ζωή του απ’ την αναισθησία, καθώς δουλεύαν οι γιατροί για να του φτιάξουνε τα κόκκαλα. Το φάρμακο αρνήθηκε, τότε, να τον αφήσει να ξυπνήσει, κι έτσι ο Κώστας αρνήθηκε το φάρμακο, αυτή τη φορά. Επτά ώρες επέμβαση στην καρδιά, να προσπαθεί να μείνει ξύπνιος, να προσπαθεί να μην ενδώσει στο σοκ, να μην αφεθεί. Και ο χειρούργος – ένας ακόμα ήρωας αυτής της ιστορίας – να τον κρατάει όπως μπορεί, να τον κρατάει συνδεδεμένο με μια ζωή που προσπαθούσε συνεχώς να του ξεφύγει, μια ζωή που δεν είχε ζήσει ακόμα, μιλώντας του για μηχανές και για το Valentino Rossi. Το φαντάζεστε, μπορείτε; Εγώ μπορώ, αλλά δε θέλω. Ο Κώστας διηγείται αυτή την ιστορία εύκολα, γιατί είναι δική του και γιατί τέλος καλό, όλα καλά, αλλά για μένα είναι δύσκολο να την ακούω. Με κάθε διήγηση, με κάθε λεπτομέρεια που προσθέτει, καθώς κάθεται δίπλα μου με μάτια να λάμπουν και κόκκινα μάγουλα και χέρια-πόδια να κινούνται ασταμάτητα και το αίμα να κυλάει ρυθμικά στις φλέβες του, πιο ζωντανός από οποιονδήποτε έχω γνωρίσει, όλα χάρη σε μια καρδιά που επισκευάστηκε, εγώ το μόνο που ακούω είναι πόσο κοντά έφτασε στο να μην είναι εδώ καθόλου. Πόσο τρομαχτικό πρέπει να ήταν όλο αυτό.
Το φαντάζεστε; Εικοσιεφτά χρονών και να ‘χει πολλά ακόμα να κάνει, και όμως να ‘ναι ξαπλωμένος οριζόντια, χλωμός κι ακίνητος, σ’ ένα κρεβάτι χειρουργείου – ενώ θα έπρεπε να είναι έξω κι όρθιος, να τρέχει εδώ κι εκεί όπως πάντα, λίγο παράτολμος, λίγο επαναστατημένος, τελείως ξέγνοιαστος, και να τα γράφει όλα στ’ αρχίδια του, και να του είναι ξένα αυτά τα απαίσια μηχανήματα για πολλά, πολλά ακόμα χρόνια. Και να κρατιέται όπως μπορεί από μια ζωή που μόλις έχει αρχίσει, μόνο και μόνο γιατί γεννήθηκε με μια καρδιά που είχε το λάθος σχήμα για να χτυπάει. Όταν το σκέφτομαι, αναδρομικά, χάνει η δική μου η καρδία, η υγιής, για λίγο το ρυθμό της. Κλαίω καθώς τα γράφω αυτά και αν το ήξερε ο Κώστας θα μ’ έβριζε και θα ‘χε δίκιο, γιατί τέλος καλό, όλα καλά, και η καρδία του χτυπάει όπως πρέπει. Θα είχε δίκιο αλλά αναρωτιέμαι, καμιά φορά, γιατί ήταν ανάγκη να ‘ναι τόσο δύσκολο. Γιατί να πρέπει εκείνος να προσπαθήσει τόσο πολύ για να επιβιώσει ενώ εμείς οι άλλοι, οι περισσότεροι, κουτσά-στραβά τη βγάζουμε, χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Γιατί χρειαζόταν να ‘ναι τόσο δυνατός, γιατί χρειαζότανε να μάθει τόσες φορές, τόσο νωρίς, πόσο σκληρά περαστική είναι η ζωή μας, πόσο ελάχιστα κρατιόμαστε απ’ αυτήν. Ενώ θα έπρεπε, δικαιωματικά, να είναι ξέγνοιαστος και να τα γράφει όλα στ’ αρχίδια του.
Δεν ξέρω καν αν πιστεύει σε κάτι, σε τίποτα περισσότερο από την κάθε μέρα που ξυπνάει το πρωί στον κόσμο αυτόν. Δεν ξέρω αν πιστεύει σε θαύματα, παρ’ όλο που είναι λίγο θαύμα ότι ζει. Όχι με τη θρησκευτική έννοια, αλλά από κείνα τα θαύματα που κάνουν οι άνθρωποι, από κείνα που μπορώ ακόμα κι εγώ, η άπιστη, να τα πιστέψω. Το νησί που ζει ο Κώστας έχει για την Αθήνα, τους μη-τουριστικούς μήνες, τρία πλοία την εβδομάδα. Η επέμβαση που χρειαζόταν, άμεσα, στην καρδιά, έπρεπε να γίνει σε ιδιωτικό καρδιολογικό νοσοκομείο της Αθήνας. Με κόστος που η οικογένειά του – η οποιαδήποτε οικογένεια – δε θα μπορούσε άμεσα να καλύψει: χιλιάδες ευρώ σ’ αντάλλαγμα για έναν 27χρονο που είχε ακόμα πολλά να κάνει. Οι άνθρωποι του νησιού κινητοποιήθηκαν και, μέσα σε δύο μέρες, μάζεψαν τα χρήματα για το νοσοκομείο. Κι ενώ οι προσφορές ήταν ανώνυμες και η οικογένεια του Κώστα έκανε ότι μπορούσε για να μην το μάθει ο ίδιος, εκείνος το έμαθε. Κι όταν επέστρεψε στο νησί, με παρακλήσεις και απειλές κατάφερε να πάρει στα χέρια του τη λίστα από τα αρχεία της τράπεζας όπου είχαν γίνει οι δωρεές, όλα τα άτομα που είχαν συνεισφέρει, και πήγε και τους ευχαρίστησε έναν-έναν προσωπικά. Κι αυτός είναι ο άνθρωπος που δε δέχεται να του πεις ευχαριστώ όταν κάνει κάτι για σένα – και κάνει πράγματα, συνέχεια, για πολλούς. Αυτός είναι ο άνθρωπος που τον λέω φίλο μου, και δε θα μπορούσα μάλλον να τον λέω τίποτα αν δεν ήταν όλοι αυτοί, και ο γιατρός του, και ο Valentino Rossi. Εδώ υπάρχει ένα χρέος, δικό μου, γιατί η δική μου η ζωή θα ήτανε πιο άδεια χωρίς εκείνον, και δε θέλω να φανταστώ μια μέρα που να μην ξυπνήσει σ΄ αυτό τον κόσμο το πρωί.
Έχουν ακούσει όλοι ένα ευχαριστώ: ο χειρούργος που τον φρόντισε, οι νοσοκόμοι, οι άνθρωποι του νησιού που έβαλαν το χέρι τους στην τσέπη χωρίς δεύτερη σκέψη – όλοι, εκτός από το Valentino Rossi. Κι ίσως αυτό να είναι από μέρους μου ευχαριστήρια επιστολή, το ημι-παρανοϊκό μου ραβασάκι από μια θαυμάστρια εξ αγχιστείας. Θα ήθελα να σταθώ μπροστά του και να τον ευχαριστήσω προσωπικά, να τον κοιτάξω στα μάτια και να του σφίξω το χέρι. Αλλά υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα σ’ αυτή την ευχή και την εκπλήρωσή της και, από εδώ που στέκομαι, σ’ ένα νησί μέσα στη μέση του χειμώνα, είναι μια απόσταση που μόνο οι λέξεις μου μπορούνε να διανύσουν.
Έχω μια φαντασίωση, όμως: πως θα βρεθούν αυτοί οι δύο. Ότι θα εμφανιστεί ο Valentino Rossi στο νησί και θα πάνε με τον Κώστα για ένα ποτό. Χωρίς αλκοόλ, προφανώς, γιατί ξέρετε: καρδιά. Ότι θα εμφανιστεί, έτσι στα ξαφνικά, και θα ‘ναι κάπως σα θαύμα που μπορεί κι ο φίλος μου να το πιστέψει, και να αρχίσει, ύστερα, να πιστεύει και σ’ άλλα πράγματα, σε καλά και θετικά, σε μέρες που ‘ρχονται και είναι όλα εύκολα, και στον εαυτό του, στη δική του δύναμη και αξία. Σε πράγματα πιο μεγάλα από την κάθε μέρα που περνάει στον κόσμο αυτό. Σε πράγματα απίθανα που γίνονται πιθανά, και στο να πιεις ένα ποτό με έναν άνθρωπο που ίσως σου έσωσε τη ζωή. Καμιά φορά αναθεωρώ τη φαντασίωση με λίγη λογική: είναι μακριά για να ‘ρθει ως εδώ ο Valentino, να φτάσει μέχρι το νησί μας στη μέση του πουθενά, και έχει και δουλειές. Θα προσκαλέσει, όμως, τον Κώστα στο χωριό του, την Tavullia (το έψαξα στο ίντερνετ) και θα πιούν το ποτό τους εκεί, και θα μιλάνε για τις πρώτες τους μηχανές και πόσο γρήγορα πηγαίνανε, ή για ότι λένε μεταξύ τους αυτοί οι μηχανόβιοι τέλος πάντων. Σε μια ζωή γεμάτη με απίθανα πράγματα, σε έναν κόσμο γεμάτο ήρωες που δεν τους περιμένεις, είναι πιθανό; Ποια απόσταση θα πρέπει να διανύσω για να γίνει;
Θα ήταν, σκέφτομαι, καλό αν ο Κώστας ήταν ένα μικρό αγοράκι, χαριτωμένο κι αγγελικό και αξιολύπητο, και να μπορούσα να πω «Αχ κύριε Rossi, έλα να δεις τον μικρό Κωστάκη και να τον κάνεις να χαμογελάσει». Θα ‘βγαινε μια πολύ ωραία φωτογραφία και τα λοιπά – τα μίντια θα ενθουσιάζονταν. Αλλά, είτε καλώς είτε κακώς, αυτός ο Κώστας, ο δικός μας, είναι ένας άντρας 30 χρονών με μούσια σαν τρομοκράτης και ένα βλέμμα που, άμα θέλει, σε σκοτώνει, κι είναι συχνά απότομος, συχνά εκνευρισμένος, κι είναι πολύ πιο πιθανό να σε στείλει στο διάολο παρά να σου κάνει κομπλιμέντα, αλλά είναι ο καλύτερος, ο πιο γενναιόδωρος άνθρωπος που εγώ έχω συναντήσει, κι αν δεν υπήρχε εδώ για να με βρίζει όταν κάνω μαλακίες, αν είχε γίνει κάτι και δεν υπήρχε, θα πήγαινα στο διάολο μόνη μου, χωρίς δεύτερη σκέψη. Και δυστυχώς δεν είναι ούτε λίγο αξιολύπητος (ο μικρός Κωστάκης κερδίζει αυτό το γύρο), αλλά έχω την αίσθηση πως ο Valentino, στη δική μου εκδοχή, θα περνούσε καλά μαζί του. Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει, ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο, κάποια παράξενη εγγύτητα που ξεπερνά τις αποστάσεις που τους χωρίζουν, που φτάνει πιο μακριά από μια αγάπη που μοιράζονται να καβαλάνε μηχανές στα πλαγιαστά και ν’ αψηφούν το θάνατο.
Οπότε, Valentino Rossi: σ’ ευχαριστώ. Σου χρωστάω κάτι που δεν ξεπληρώνεται με λέξεις. Είσαι ένας ήρωας για πολλούς, αλλά τώρα και για μένα. Δε θα με δεις βαμμένη με τα χρώματά σου στις πίστες, αλλά σου εύχομαι να πας πάντα μπροστά και να μη σταματήσεις να τρέχεις πίσω απ’ τα όνειρά σου. Κι αν θέλεις να με ακολουθήσεις σ’ αυτό το ταξίδι ώστε να γράψουμε μαζί ένα απίθανο τέλος γι’ αυτή την ιστορία, δείξε μου την απόσταση κι εγώ θα τη διανύσω.
Το κείμενο αυτό είναι η προσπάθειά μου να μεταφράσω το πρωτότυπο, How Valentino Rossi saved a life, το οποίο δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες στο αγγλικό μου blog, 100 days of solitude.