Γραμμές, πλαίσια και όρια, και πώς γεμίζεις τα κενά

IMG-2082

Τους δικούς μου τους αρμούς, στην αυλή, τους έκανα κάπου πριν το Πάσχα. Τυχαία, ή ίσως και όχι εντελώς· ίσως κάτι μέσα μου θυμόταν άλλες χρονιές που όλη η Σίφνος έβαφε και άσπριζε κι έγραφε ευχές στις πλάκες τις μέρες εκείνες, ως και την Κυριακή των Βαΐων. Την Κυριακή των Βαΐων γιορτάζω, θεωρητικά, αλλά δεν το ξέρει κανείς. Φέτος, κανείς δεν ήξερε τίποτα, ούτε τι μέρα είναι, ούτε τη σημασία της. Φέτος θυμόμασταν μόνο τις μέρες που χάθηκαν, που μας τις πήραν, κάποιοι, μέσα απ’ τα χέρια, που μας τις κλέψανε, εκείνοι, κι εμείς μονάχοι μας δεν ξέραμε ούτε πένθος ούτε γιορτή. Χωρίς τα σύμβολα και τις τελετουργίες, χαμένοι σε μέρες ατελείωτες και ίδιες και κενές, γιατί δε μας αφήσανε να περιφερθούμε στα στενά ένα βράδυ Παρασκευής, γιατί το Σάββατο δεν ήτανε μεγάλο χωρίς το φως που περιμέναμε. Γιατί αν δεν έχει Κυριακή του Πάσχα όπως την ξέρουμε, δεν έχει τίποτα, κι εμείς ξέρουμε μόνο να μετράμε απουσίες.

Τέλος πάντων. Εγώ τυχαία βρέθηκα στα γόνατα τις μέρες εκείνες, μ’ ένα ντενεκάκι μπογιά που ‘χει ξεμείνει απ’ τα βαψίματα του σπιτιού κι ένα πινέλο αρκετά κακοποιημένο, μονάχη μου, ολομόναχη, στη δεύτερη βδομάδα καραντίνας, και πέρασα τη γιορτή μου που δεν την θυμόταν κανείς να κάνω αρμούς. Δυο μέρες σύνολο για την αυλή, να γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις πλάκες και να ισιώνω, ψυχαναγκαστικά, την κάθε μου γραμμούλα, να στρογγυλεύω τις γωνίες για ν’ αγκαλιάζουν, όπως μου έμοιαζε σωστό, το σχήμα που ‘χε φυσικά η πέτρα. Κάποιος κάτι ν’ αγκαλιάζει, που είχα βδομάδες να νιώσω χέρια αλλουνού απάνω μου. Κι ύστερα, όταν τέλειωσα, έπιασα κι έξω το κοινόχρηστο, μ’ όση μπογιά είχε μείνει, χιλιοαραιωμένη πια, κι έφτιαξα και λουλούδια και καρδιές και μια ευχή: όλα θα πάνε καλά.

Την επόμενη μέρα πέρασε ο γείτονας μου και κοντοστάθηκε στην είσοδο. «Δάφνη,» μου φώναξε, «έλα μισό λεπτάκι να σου δείξω». Στεκόταν πάνω απ’ τα λουλούδια μου. «Θέλω κι εγώ,» μου είπε, «έτσι, και μια ευχή. Θα μου τα κάνεις;» Του τα έκανα, δυο μέρες μετά, ένα απόγευμα, Μεγάλη Τετάρτη θα ‘τανε, αλλά δεν είμαι και σίγουρη, γιατί δεν έχω χάρακα για να μετράω τις μέρες. Είχα πινέλο και μπογιά και διάθεση και κιμωλίες για να χρωματίσω, στο τέλος, τα πέταλα απ’ τα λουλούδια μου κι ας χανόταν το χρώμα με τα πατήματα: δεν ήταν για να κρατήσει. Μα η ευχή, δυο χέρια με ακρυλικό, θα μείνει – όσο χρειάζεται. Σταθήκαμε κι οι δυο μετά και την κοιτούσαμε. «Μ’ αρέσει,» μου ‘πε, «έτσι που το σκέφτηκες». Μα πώς αλλιώς να το σκεφτώ; Τι πιο απλό κι αληθινό, άμα το θέλεις; Όλα θα πάνε καλά. «Σ’ ευχαριστώ,» μου είπε, όταν ξεκίνησα ν’ ανέβω προς το σπίτι. «Κι εγώ,» του απάντησα, «που γέμισες τη μέρα μου».

Κι έτυχε τώρα ξανά, παραμονές Χρυσοπηγής, να κάνω πάλι αρμούς. Παραδοσιακή κατά τύχη, γονατισμένη μέρες ολόκληρες, όλη την εβδομάδα που μας πέρασε, χαμένη στις γραμμές μου. Με ήλιο ντάλα μες τον καύσωνα, και με νοτιά και με βοριά, με αυτοκίνητα και μηχανάκια να περνάνε ακατάπαυστα, να γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις πλάκες. Αλλά δεν έπρεπε, μου είπανε. Δε γίνονται έτσι οι αρμοί στη Σίφνο, τόσο χοντροί και άχαροι· έπρεπε να ‘ναι ανεπαίσθητες γραμμές, διακριτικές και αυστηρές και μαζεμένες, κι όχι αυτά τα τέρατα που κάνω εγώ, που έχουν το θράσος να γιορτάζουν τόσο ελεύθερα την ύπαρξή τους. Πέρασε μια γιαγιά απ’ το Στενό και μοιρολόγησε από πάνω μου – θα τα ‘χε μαζεμένα, σκέφτομαι, απ’ την Παρασκευή που μας κλέψανε και δεν ήτανε Μεγάλη. «Αχ, πάει η Σίφνο μας, χάθηκε. Αχ, πώς τους κάνουν έτσι χάλια;», και η κοπέλα που ‘τανε μαζί της, που μου ‘χε πει περνώντας πριν τι όμορφοι που είναι, να μουρμουρίζει τώρα συγκαταβατικά. Κι εγώ σκυμμένη εκεί, στο τρίτο πρόσωπο, ανένδοτη να χαμογελάω και να γεμίζω με πείσμα τα κενά. Δεν είπα τίποτα, δε χρειάζεται: τα κενά και οι γραμμές υπάρχουν μέσα μας, στον καθένα. Όσο κι αν τρίβεις με το σφουγγάρι στο τρίτο πρόσωπο, δε σβήνουν· όσο κι αν πας να φτιάξεις τη γραμμή λίγο πιο πέρα, όσο κι αν θες να απαλύνεις τις γωνίες και τα όρια, ο καθένας θα ζει μέσα στους περιορισμούς που έχει επιλέξει, ώσπου να κάνει άλλη επιλογή. Και δε μπορείς να γεμίσεις τα άδεια του αλλουνού, ποτέ. Μονάχα τα δικά σου. Αν το θέλεις.

Λίγο μετά πέρασε άλλη μια γιαγιά, κοντούλα, ζαρωμένη απ’ τα χρόνια. Σταμάτησε κι εγώ, ομολογώ, σφίχτηκα λίγο, περιμένοντας. «Μπράβο,» μου είπε, «που τα κάνετε. Να ομορφύνει ο τόπος. Τους έκανα κι εγώ παλιά, μα τώρα πια δεν έχω χρόνο. Δε μπορώ». Κι εκεί ήταν που σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα, κι ανταλλάξαμε ένα χαμόγελο, κι είπαμε λίγο για τα γόνατα που πονάνε και για τη μέση, και για τους απρόσεχτους που περνάνε και στα πατάνε, και πως αξίζει ο κόπος, παρ’ όλα αυτά. Κι ίσως εκείνη να ‘τανε παραδοσιακή κι εγώ όχι και τόσο, ίσως να μας χωρίζαν χρόνια και βιώματα και άλλα χίλια ακόμα, αλλά συναντηθήκαμε εκεί, πάνω απ’ τις πλάκες του Στενού, εκεί που το «μπράβο» δεν είναι πώς και τι και γιατί, αλλά «που τα κάνετε». Και να τα κάνουμε όχι για επιβράβευση, κι όχι γιατί η μέρα το προστάζει ή η παράδοση, αλλά γιατί έχουμε μπογιά και πινέλο και διάθεση και χρόνο και μπορούμε. Να ζωγραφίζουμε την ύπαρξή μας στις πλάκες, να τη γιορτάζουμε όπου βρούμε. Και να τη βλέπουν κι οι άλλοι και να θυμούνται, κι αυτοί, ότι υπάρχουν. Να συναντιόμαστε αντί να ψάχνουμε γραμμές να μας χωρίζουν.

Τέλος πάντων. Όλες οι μέρες ίδιες είναι τελικά, πλάκες που ζητάνε να τις ζωγραφίσουμε. Κι όσες γραμμές κι αν έχουν, κι όσα πλαίσια, μπορούμε πάντα να πατήσουμε από πάνω με τις δικές μας πινελιές. Μπορούμε πάντα, αν το θέλουμε, να γεμίσουμε τα κενά. Ή να τ’ αφήσουμε κενά και να δούμε πώς είναι να ‘χει χώρο, και γιατί μας τρομάζει. Και γιατί μετράμε απουσίες πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα. Κι αν καταλάβουμε τι μέρα είναι – σήμερα – κι ότι η αξία των συμβόλων και των τελετών είναι ακριβώς πως δεν είναι το πράγμα το ίδιο αλλά η αναπαράστασή του, ίσως μπορέσουμε να κρατήσουμε την αξία και ν’ αφήσουμε τα σύμβολα να σβήσουν, γιατί η ουσία ήταν πάντα, μόνο, να τα κάνουμε. Και να γιορτάζουμε την κάθε μέρα όπως θέλουμε, με θράσος, γιατί όσο έχουμε μπογιά και πινέλο και διάθεση, όλα θα πάνε καλά.

Advertisement

Author: Daphne Kapsali

Daphne lives in Sifnos, where she writes books and collects firewood to get her through the winter. She is the author of "100 days of solitude" and another seven books, all available from Amazon.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: