Κι εγώ είμαι κόκορας

IMG_2350

Η μέρα μου λοιπόν ξεκίνησε με έναν όμορφο και εποικοδομητικό διάλογο, στις 5:18, όταν τα γατιά αποφάσισαν ότι βαριούνται ή/και πρόκειται ανά πάσα στιγμή να πέσουν σε κώμα από την πείνα.
    «Νιάου» είπαν έξω από την κλειστή μου πόρτα, η οποία δεν παρέμεινε κλειστή για πολύ, χάρη στη μέθοδο ρίχνομαι επανειλημμένα πάνω στο χερούλι μέχρι να υποκύψει. Τα γατιά μου, αν μη τι άλλο, είναι πολύ προικισμένα.
    Γκαπ!
    Νιάου.
    Γκαπ!
    Νιάου.
    Γκαπ!
    Νιάου.
    Παύση. Τρίξιμο της πόρτας.
    Νιάου;
    Πετάχτηκα έξαλλη απ’ το κρεβάτι. Ο άλλος μου ο γάτος, ο παλιός, που κοιμόταν κουλουριασμένος στα πόδια μου – και που έχει γίνει πολύ σοβαρός από τότε που μπήκαν τα μικρά, ο Ψύλλος και το Ρούδι, στη ζωή μας – σήκωσε το κεφάλι του και εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του με ένα μακρύ και υπόκωφο γρύλισμα. Στο βλέμμα του, η Απόλυτη Κρίση: εσύ φταις μωρή μαλάκω που τα ‘βαλες τα δαιμονισμένα ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, αγαμήσου τώρα.
    Τα άλλα εντωμεταξύ κατενθουσιασμένα, να τυλίγονται γουργουρίζοντας στα πόδια μου και να χώνουν τα νυχάκια τους στη σάρκα μου, με αγάπη.
    «Νιάου!»
    «Νιάου; Τι νιάου; Τι στο διάολο ΝΙΑΟΥ πρωινιατικά;»
    Μετά ένιωσα τύψεις γιατί τα είπα όλα αυτά ουρλιάζοντας και τα γατιά ταράχτηκαν, προς στιγμήν, που δεν ήμουν εξίσου χαρούμενη που είμασταν όλοι μαζί, ξύπνιοι, στις 5:22 το πρωί. Πάγωσαν για ίσως δύο δευτερόλεπτα και μετά ο Ψύλλος μου ‘ριξε μια νυχιά κάτω απ’ το γόνατο κι ο Ρούδης είπε «νιάου» κι εκτοξεύτηκε προς το πιάτο του, αλλά δεν πρόλαβε να φρενάρει εγκαίρως και συγκρούστηκε με τη λεκάνη του νερού. Κι όλα αυτά πριν κατουρήσω, πριν πλύνω τα δόντια μου, πριν πάρω το αντικαταθλιπτικό μου χάπι. Για καφέ δεν το συζητάω· δε μ’ αφήνουν ποτέ να πιω καφέ πριν τα ταΐσω.

Τα ταΐζω λοιπόν. Κατουράω, πλένομαι, χαπακώνομαι, φτιάχνω καφέ και βγαίνω έξω, να κάτσω στο πεζούλι να τον πιω. Με ησυχία – αλλά όχι. Μόλις με παίρνουν είδηση, ένα-ένα (μπαπ! Νιάου!) τα σαραντατέσσερα γατιά του Ελεήμονα, τα εξωτερικού χώρου, πηδάνε από τοίχους και ξερολιθιές και σχηματίζουν γύρω μου ένα κλοιό από γούνα και απαιτήσεις.
    «Καλημέρα,» τους λέω. «Θα περιμένετε».
    «Ρρρρρ-νιάου!» μου απαντάει ο Ζεν, και με κουτουλάει με τρυφερότητα στο καλάμι. Η Κόκκινη κοιτάει το φλυτζάνι μου με νόημα. Τα υπόλοιπα, εκπροσωπούμενα από αυτό το Κλιμάκιο Πίεσης, περιμένουν υπομονετικά, ακίνητα, αλλά με το βλέμμα καρφωμένο απάνω μου. Ξέρουν: θα ενδώσω.
    «Εντάξει,» τους λέω, «πάμε». Και διασχίζουμε μαζί την αυλή, εγώ ακροβατώντας και τα γατιά να πολεμούν να με σκοτώσουν με το να μπλέκονται, και τα εξηνταοχτώ μαζί, στα πόδια μου. Φτάνουμε. Μοιράζω τροφή στα διάφορα μπολ. Κάνω πίσω, ευγενικά, γιατί σ’ αυτή τη φάση συνήθως αποφασίζουν πως με φοβούνται και πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Όλα, εκτός απ’ τον Ζεν. Ο Ζεν δε φοβάται τίποτα.
    «Νιά-ρρρρ» μου λέει.
    «Ναι. Φάε.»

Στο πεζούλι μου, με θέα το βουνό και τον Άη Νηλιά στην κορυφή του, κάθομαι σταυροπόδι και στρίβω τσιγάρο. Ο καφές αχνίζει ακόμα. Πίνω μια γουλιά, παίρνω μια τζούρα, κλείνω τα μάτια μου. Κι απ’ το κοτέτσι ξεκινάει τώρα, μουρμουριστά, το κοκοκο. Κάπου μακριά, πέρα απ’ τα βράχια που ορίζουν τις άκρες του νησιού μου στα ανατολικά, πίσω απ’ την Πάρο και τη Νάξο κι όσα, αόρατα, στέκουν πιο ‘κει, αρχίζει να ξημερώνει. Κι ο κόκορας το ξέρει, κι ανοίγει τώρα διάλογο με τον ομόλογό του στο παρακάτω κοτέτσι.
    «Εγώ είμαι κόκορας! Εσύ είσαι κόκορας;»
    «Κι εγώ είμαι κόκορας! Κόκορας!»
    «Εγώ είμαι πιο κόκορας από σένα!»
    «Εγώ! Εγώ είμαι πιο κόκορας!»
    «Εγώ είμαι όσο πιο κόκορας γίνεται!»
    «Είμαστε κόκορες!
    «Κόκορες!»
    Και ούτω καθεξής, κι οι κότες γύρω τους, κοκοκο, να τους εκθειάζουν.

Νιάου και κοκοκο και καλημέρα, το ίδιο είναι. Επικοινωνία, όλα, όλοι: αυτό ζητάμε. Κι αυτές τις μέρες της απομόνωσης, λιγότερο ή περισσότερο ο καθένας, αυτό είναι που έχουμε ανάγκη, πιο πολύ. Αυτό βλέπω, μ’ όσους μιλάω: πόσο το έχουμε ανάγκη· αυτό ακούω. Να βρει ο ήχος της φωνής μας όχι αντίλαλο αλλά απάντηση, κι όλα αυτά που είναι μέσα μας, ανησυχίες, φόβοι, επιθυμίες και ελπίδες, να βρούνε ανταπόκριση εκτός – κάπως να συνδεθούμε με τον άλλον. Επιβεβαίωση; Αναγνώριση; Κι εγώ είμαι κόκορας, όπως κι εσύ.
    Έλεγα σ’ ένα φίλο τις προάλλες πως έχω αρχίσει πια να απαντάω στον εαυτό μου, όταν του μιλάω, τις ώρες εκείνες, που μοιάζουν ατελείωτες, της μοναξιάς.
    «Καλό είναι αυτό,» μου απάντησε. «Να έχεις έναν άνθρωπο να μιλήσεις, βρε παιδί μου».
    Γέλασα – χαχαχα, γραπτώς – αλλά στ’ αλήθεια, τι άλλο είμαστε; Πομποί και δέκτες, να ψάχνουμε κανάλι ανοιχτό να συνδεθούμε. Και μια φωνή στην άλλη άκρη να πει σ’ ακούω, με ακούς; Κι εγώ είμαι κόκορας, όπως κι εσύ. Ξημερώνει. Υπάρχουμε. Καλημέρα.

Advertisement

Author: Daphne Kapsali

Daphne lives in Sifnos, where she writes books and collects firewood to get her through the winter. She is the author of "100 days of solitude" and another seven books, all available from Amazon.

One thought on “Κι εγώ είμαι κόκορας”

  1. Κάπως έτσι είναι ή ηταν η ζωή στην φύση για εμάς. Εμείς έχουμε νυχτερινά δρομολόγια της μαμάς Αλεπούς ή το Αλεπουδάκι της, οι κότες δεν μας ξυπνάνε πήγαν σε φάρμα για να γλιτώσουν. Τακτικά μας στέλνουν τα αβγουλάκια τους. Τώρα τελευταία και Αλεπού φαμίλια δεν κατεβαίνει γιατί και τα σκουπίδια μας δεν έχουν ενδιαφέρον. Χρόνια πολλά στις μαμάδες 😀❤

    Like

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: