Η πουτάνα η ζωή

1295922_tzimis4α

«Σεξ, φαΐ, σκατά και ύπνος,
εργασία και χαρά,
μια ζωή να περιμένεις
να γαμήσεις στην ουρά.
»*

Άκουγα τη «Σουζάνα» του Πανούση και μ’ έπιασαν τα υπαρξιακά μου. Δηλαδή: πού πήγε ο Τζίμης Πανούσης; Που δεν είναι πια εδώ να γράφει στίχους, και να μας σκαλίζει αυτά που δε θέλουμε να μας σκαλίζουνε – πού πήγε; Κι όλα αυτά που είχε μέσα στο μυαλό και τα ΄κανε στίχους, και τα ΄κανε τραγούδια, πού πήγαν; Όλα αυτά που είχε μέσα του αυτός ο άνθρωπος, που γέμιζαν περισσότερα από το σώμα, τη μορφή με την οποία εμφανίστηκε σ’ αυτή τη ζωή, που ξεχύνονταν έξω από τα όρια και τα περιθώρια της φυσικής υπόστασης – χέρια, πόδια, κορμός, κεφάλι – που ονομαζόταν Τζίμης Πανούσης, όλα αυτά που ήταν – πού πήγαν; Πού είναι τώρα; Τα πήρε μαζί του φεύγοντας, ή αυτό το «έφυγε» που λέμε είναι απλά ένας κούφιος ευφημισμός, για να δικαιολογήσουμε μια απουσία αδικαιολόγητη; Αλλά η απουσία εδώ δε συνεπάγεται, απαραίτητα, παρουσία αλλού, ενώ το «έφυγε» υπαινίσσεται πως πήγε κάπου. Πού; Πού πάνε όλοι αυτοί που φεύγουν; Κι τί γινόμαστε εμείς χωρίς αυτούς, πώς γεμίζουμε τα κενά τους; Η αλήθεια είναι πως δε μπορώ, αυτή τη στιγμή, να διαχειριστώ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει πια ο Πανούσης, κι εγώ πατάω ένα κουμπί στο κινητό μου και τον ακούω, παρ’ όλα αυτά, να τραγουδάει «η πουτάνα η ζωή».

Η αλήθεια είναι πως δε σκέφτομαι τον Πανούση. Από ‘κει ξεκίνησε, δηλαδή, αλλά είναι όλα τα κενά, όλες οι απουσίες οι αδικαιολόγητες που ήρθαν τώρα να με βρούνε. Είναι όλοι αυτοί που έφυγαν για κάπου και μας κληροδότησαν – αν όχι στίχους και τραγούδια ηχογραφημένα – αγγίγματα και λόγια και σιωπές, μια κάρτα χριστουγεννιάτικη και μια συνταγή για σωφρίτο, βλέμματα, απογεύματα στο μπαλκόνι, στιγμές, ώρες, μέρες ολόκληρες, χρόνια μιας παρουσίας εδώ που όριζε, με μια γραμμή διακεκομμένη, το σχήμα της ζωής μας. Είναι και που χτες το βράδυ είδα πάλι τη γιαγιά μου στο όνειρό μου: δεν είχε πεθάνει τελικά. Ήταν εκείνη, ολοζώντανη, με το χαμόγελο το λίγο πονηρό, και το κραγιόν στο χρώμα που φορούσε πάντα, και τα μαλλιά φτιαγμένα όπως τα ‘θελε, με μπικουτί αποβραδίς· ολοζώντανη: παρηγορητικά, περιπαιχτικά εδώ, σαν τη φωνή του Πανούση στην κουζίνα μου – μύρισα μέχρι και το άρωμά της, αλλά δεν την πλησίασα. Κάπου μέσα στο μαγικό, λυτρωτικό κόσμο του ονείρου ήξερα πως δε μπορώ πια να τη φτάσω, κι ας μου χαμογελάει και μου γνέφει να ‘ρθω κοντά. Είναι αυτό το απροσπέλαστο, όλο αυτό το αδιανόητο του όχι εδώ, μιας απουσίας απόλυτης κι ολοκληρωτικής, που δε δικαιολογείται όσο έλλογα κι αν την επεξεργαστείς. Όσους ευφημισμούς κι αν εφαρμόσουμε, τα κενά παραμένουν. Κι ας ξέρουμε απ’ την αρχή για το τέλος, και πως το κάθε «έρχομαι» υπαινίσσεται κι ένα «φεύγω».

Κι όταν φεύγουν, άμα φεύγουν – πού πάνε; Κάπου άλλου ή πουθενά; Και ποιο από τα δύο, ποια εκδοχή της απουσίας προτιμάμε; Ποια αντέχουμε περισσότερο; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω αυτή τη στιγμή είναι πως μου λείπει ο Πανούσης κι η γιαγιά μου. Αυτό είν’ η αλήθεια.


* Τζίμης Πανούσης, “Σουζάνα”, 1985
> https://youtu.be/G1vl1v01Ui4

Φωτογραφία: Lifo

Advertisement