Η πιθανότητα

IMG-7737

Ήτανε μια φορά μια πιθανότητα που ήταν τόσο μεγάλη και τόσο μικρή όσο όλες οι άλλες. Και στην αρχή, και να την ήξερες, δε θα μπορούσες να την διακρίνεις. Όσο κι αν προσπαθούσες, δε θα ξεχώριζε με τίποτα ανάμεσα σε όλες τις άλλες πιθανότητες, όλες εξίσου πιθανές, εξίσου μεγάλες και μικρές, σα μια φωτιά που έβαλες σ’ ένα χωράφι το χειμώνα για να κάψεις τα χόρτα και τα κλαδιά και τα σκουπίδια – τόσες χιλιάδες φλόγες που μοιάζουν όλες μία.
    Κι ύστερα, ίσως, μία σπίθα (1), από ποιος ξέρει τι.
    Ίσως μια άκρη από κλαράκι που κρατάει ακόμα υγρασία (2) να ‘κανε αυτόν τον ήχο σα κραυγή και να πετάχτηκε ψηλά, πυρακτωμένο.
    Ίσως και φύλλο από ελιά που, όπως έπιασε φωτιά, χώρισε απ’ το κλαρί του (3) κι όπως δυνάμωσε εκείνη τη στιγμή ο άνεμος το πήρε να το ταξιδέψει.
    Ή ένα μπουκάλι γυάλινο (4) που έσκασε σα πυροτέχνημα, με κρότο.
    Ένα κομμάτι πλαστικό, ίσως από σακούλα (5), να ‘πιασε μια ριπή κι αυτό και να ‘φυγε, φλεγόμενο, για παραπέρα.
    Κι ίσως η πιθανότητα, σα σπίθα, να ‘σβησε πριν προλάβει να ξεχωρίσει απ’ τη φωτιά (6), ή να υψώθηκε και να ‘πεσε αμέσως πάλι μέσα στην καρδιά της (7), να γίνει πάλι ένα με τις άλλες.
    Ίσως να πήγε παρακεί, ως την περίμετρο (8), εκεί που την περίμεναν τσουρουφλισμένα χορταράκια, και ν’ άνοιξε λίγο τον κύκλο, ανεπαίσθητα.
    ‘Η και να διάλεξε τροχιά πιο μακρινή, κι όταν κατέβηκε να βρήκε πέτρα (9), άγονη γη, και να σταμάτησε. Ή μια φασκομηλιά χλωρή (10), ή ένα αγκάθι ξεραμένο (11) και να ‘κανε μια προσπάθεια εκεί, αλλά χωρίς αντίκρισμα. Ίσως να έγινε καπνός, στο σβήσιμό της, για αντίο.
    Κι ίσως, αντίθετα, να βρήκε χόρτα που ζηλεύαν τη φωτιά, που θέλαν να καούνε, και να ‘γινε φλόγα μέσα τους (12) για να τα ευχαριστήσει.
    Κι ίσως γεννήθηκε μια νέα εστία, ελεγχόμενη (13) ή μη (14). Ίσως να ξέφυγε λιγάκι, μα να την είδε ο άνθρωπος που έκαιγε τα χόρτα, προσεκτικός, και να την πάτησε κάτω με τις μπότες (15), ή, απρόσεκτος, γιατί είχε λάβει μόλις μήνυμα στο κινητό, να σήκωσε το βλέμμα πιο αργά, για να την δει ν’ απομακρύνεται με φόρα (16). Ίσως και να την πρόλαβε πριν φτάσει ως τους θάμνους (17) και να την έπνιξε μ’ ένα πανί, αν είχε (18), ή το μπουφάν του (19), ή με νερό που έχει πάντα δίπλα στον κουβά (20), γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
    Κι ίσως, εξίσου, να του ξέφυγε (21), ίσως να φούντωσε (22), ίσως να άλλαξε ο αέρας ξαφνικά (23) και να την πήγε, ορμητική, στο διπλανό χωράφι, γεμάτο χόρτα άκοπα (24) που κάποιος είχε σπείρει για τα ζώα. Μια έκσταση από κόκκινο και κίτρινο και μαύρο, ένα θηρίο που ποτέ δεν το ελέγχαμε, οι άνθρωποι, πρωτόγονο, να βρυχάται, κι ο άνθρωπος που τα ξεκίνησε όλα αυτά με μία χούφτα χόρτα κι έναν αναπτήρα να την κοιτάει τώρα ανήμπορος, τα μάτια του καθρέφτες για τις φλόγες.
    Κι ίσως, στο τέλος, να ‘καψε ένα χωράφι (25), δύο (26), πέντε (27), ίσως κατάπιε ένα περιβόλι, τρεις ελιές και ένα σχίνο (28)· ίσως σταμάτησε σε μια ξερολιθιά (29) κι ίσως συνέχισε για κάτω, προς τη θάλασσα (30), που ήθελε πάντα να την συναντήσει. Κι ίσως να μαζευτήκαν κι άλλοι για να βοηθήσουν (31), ή κανείς (32). Ίσως την έσβησαν μαζί (33), ή μόνη της να αναλώθηκε σ’ ένα δικό της τέλος (34). Κι ίσως, μετά, να ‘γινε μύθος η φωτιά (35), κληρονομιά, προειδοποίηση, «θυμάσαι; Να προσέχεις», ή να μην ήτανε ποτέ, να ήταν μόνο μια ιστορία που φαντάστηκα μια μέρα (36) που όλα ήταν πιθανά.

Κι ίσως, εξίσου, τίποτα. Ίσως η σπίθα χάθηκε πριν καν να γίνει σπίθα. Ίσως να μην ξεχώρισε ποτέ, ίσως να ‘γινε στάχτη. Ίσως να ‘γινε χόβολη κι ύστερα κάρβουνο νεκρό και παγωμένο. Ίσως αργότερα, χρόνια μετά, να ‘γινε πέτρωμα, μέρος του τόπου όπου στεκόμαστε και χτίζουμε και αγαπάμε και πονάμε, μέρος της γης που την πατάμε, της ίδιας γης που μας σκεπάζει όταν, κι εμείς όπως οι φλόγες, αναλωθούμε στο δικό μας τέλος, χωρίς να ξέρουμε ποτέ ποιες πιθανότητες ζήσαν και χάθηκαν για να βρεθούμε εδώ, εκεί, όπου βρεθήκαμε ο καθένας στη ζωή του, που όλα ήταν πιθανά ώσπου δεν ήταν.

Advertisement

Οι αγκαλιές ήτανε πάντα επικίνδυνες

Screen Shot 2020-04-03 at 10.31.16

Βγήκα έξω το βράδυ, χωρίς άδεια. Θα ‘τανε γύρω στα μεσάνυχτα. Δεν πήγα μακριά, εκατό μέτρα ως την αυλή της εκκλησίας, κι ύστερα περιφερόμουν πάνω-κάνω, γύρω-γύρω, στο σχήμα του 8, του απείρου. Σαν τα έντομα που ζαλισμένα πριν πεθάνουν, κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους. Αλλά εγώ δεν πεθαίνω. Ζαλίζομαι στους κύκλους μου και είναι σύμπτωμα, ξεκάθαρο, πως ζω. Πως ψάχνω ακόμα κάποιο σχήμα να χωρέσω – ή να ξεφύγω.

Τί μ’ έβγαλε απ’ το σπίτι, μεσάνυχτα, με ξυπόλητα πόδια χωμένα βιαστικά σε βρώμικα παπούτσια κι ένα φούτερ πιο λεπτό απ’ ότι έπρεπε; Φυσούσε. Με τα χέρια στις τσέπες και την κουκούλα σηκωμένη, αλλά ήθελα να νιώσω τον αέρα στο μέτωπό μου, να δροσίσει, λίγο, τον πονοκέφαλο που μου αρνήθηκε τη διαφυγή του ύπνου. Συμπτώματα: τίποτα πια δεν είναι αθώο. Ο πόνος στο κεφάλι, το πιάσιμο στους μυς, βήχας του καπνιστή ή του ιού, και μία κούραση παράξενη, με όλα, κι αυτό το βάρος στο στήθος, πότε ξεκίνησε; Μακριά – απόσταση ασφαλείας. Κι οι αγκαλιές και τα φιλιά: αυτά δεν ήτανε ποτέ αθώα, ξέρετε. Το ξέρετε; Χέρια μπλεγμένα, δάχτυλα, το πρόσωπό σου να χωράει στην καμπύλη ενός λαιμού, κορμιά που φτιάχνουν νέα σχήματα – ποτέ δεν ήτανε αθώα. Αυτά που πάντα μας κρατούσαν ξάγρυπνους τα βράδια και να περιφερόμαστε στο σχήμα του απείρου, ψάχνοντας: τί;

Αυτά θα ήταν που με βγάλαν απ’ το σπίτι μες το βράδυ. Μα δε χωρούσα στην αυλή της εκκλησίας. Έκατσα λίγο στο πεζούλι, σώμα στραμμένο στο βουνό, στο μοναστήρι το θαμπό στην κορυφή του, αλλά όχι. Δεν ήταν εκεί. Κι από την εκκλησία μέσα ένα φως να τρεμοπαίζει (κάποιος φροντίζει πάντα να ανάβει το καντήλι), μα δε μπήκα. Το σκέφτηκα, να μπω ν’ ανάψω ένα κερί, να υποδυθώ ένα ρόλο που δίνει ανακούφιση σε τόσους άλλους, αλλά όχι. Δεν είναι εκεί αυτά που ψάχνω. Ένα κορμί όταν φοβάσαι τα συμπτώματα ζωής εξίσου και θανάτου, ένα κορμί αλλουνού αλλά δικό σου να σπρωχτείς απάνω του. Όσο κοντά μπορείς μέχρι να φτιάξετε άλλο σχήμα. Οι αγκαλιές που ήταν πάντα επικίνδυνες, και δεν το ξέραμε. Κι όταν μας λένε όχι, πόσο λείπουν.

Εχθές συνάντησα μια φίλη, μετά από μέρες – δεν ξέρω πόσες – καραντίνας. Αγκαλιαστήκαμε παράνομα, αποφασισμένες· με πρόσωπα στραμμένα αντίθετα, συμμετρικά, αλλά σφιχτά, τόσο σφιχτά σα να κρεμόταν η ζωή μας από μία αγκαλιά. Κι έτσι ήταν πάντα, μα δεν το ξέραμε. Ότι κρεμόμαστε ο ένας απ΄ τον άλλον, ότι κρατιόμαστε για να κρατηθούμε. Ότι κρατάμε ο ένας τον άλλον στη ζωή. Κι όσα τα λόγια και να πούμε, δεν είναι δάχτυλα μπλεγμένα. Όσο υπέροχα και παρηγορητικά, τίποτα δεν αντικαθιστά το άγγιγμα. Πόσες φορές είπαμε «έλα» αντί να πάμε, και σπαταλούσαμε αγκαλιές σα να ‘μασταν ανέκαθεν σε καραντίνα.

Κι ο έρωτας; Ποιος έρωτας; Δεν είναι αυτό το θέμα. Είναι πως είναι σύμπτωμα ζωής, είναι πως είμαστε κορμιά που τρέμουν και πονάνε από ανάγκη, επιθυμία που βιάζεται, που χρειάζεται να γίνει επαφή, όσο κοντά μπορούμε, πιο κοντά, γιατί είμαστε φτιαγμένοι για να χωράμε ο ένας μέσα στον άλλον. Για μια στιγμή, για το άπειρο – δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι να τον νιώσουμε, παντού, κι η αναπνοή μας να μπλεχτεί με την αναπνοή του άλλου. Πόσες αναπνοές ξοδέψαμε τότε που δε φοβόμασταν – θυμάστε; Δεν πάει καιρός από την άλλη μας ζωή, μέρες ακόμα (αν και δεν ξέρω πόσες, πια) που δε φοβόμασταν κι είμασταν τόσο φοβισμένοι. Και που πεθαίναμε μονάχοι μας, μες το κορμί του ο καθένας, σε απόσταση, γιατί δεν ξέραμε πως είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.

Κι ήτανε μέρες πριν, όχι πολλές, κάπου στο μεταίχμιο της άλλης μας ζωής κι αυτής που ζούμε τώρα, τότε που ν’ αγκαλιάζεσαι παράνομα ήταν αστείο ακόμα, που αγκάλιασα έναν άντρα. Που με πήρε ένας άντρας στην αγκαλιά του, που του έκανα χώρο μέσα μου να μπει, και είμασταν σώματα που σπρώχνονται τόσα κοντά που κάνουν άλλο σχήμα. Για μια στιγμή στο άπειρο, προσωρινά, ως σύμπτωμα του φόβου που πλησίαζε ή της ζωής της άλλης, πριν, που αποτραβιόταν, ή της ανάγκης της αρχαίας για λίγο κίνδυνο ή της ακόμα πιο αρχαίας που θυμάται πως πρώτα είμασταν κορμιά – δεν έχει σημασία. Ποιος έρωτας; Ποτέ δεν ήτανε το θέμα τί θα πεις και πώς, ποτέ δεν ήταν σε λόγια κι ορισμούς αυτά που ψάχνουμε όταν περιφερόμαστε μονάχοι μας τα βράδια: μόνο στιγμές που αγγίξαμε τον άλλον και μας άγγιξε, που βρέθηκαν δυο σώματα μαζί σε κάποια συνεννόηση πρωτόγονη, σε ένα τώρα που απ’ τη φύση του δε θα διαρκέσει, και δε χρειάζεται. Φτάνει που είμασταν εκεί – αν είμασταν, αν αφεθήκαμε να είμαστε. Φτάνει που βρέθηκα εκεί, σ’ εκείνο το μεταίχμιο, που αφέθηκα στην αγκαλιά ενός άντρα, που αφέθηκα να νιώσω πράγματα που ακόμα δεν τ’ αλλοίωσαν οι λέξεις· φτάνει. Γιατί – πώς δεν το ξέραμε; – τώρα που απαγορεύτηκαν οι αγκαλιές και μείναν μόνο οι λέξεις, είμαστε πιο χαμένοι από ποτέ. Γιατί όσο κι αν ψάχνουμε σε λόγια κι ορισμούς και άδειες εκκλησίες, μόνο στ’ αγγίγματα βρισκόμαστε. Κι οι αγκαλιές ήτανε πάντα επικίνδυνες: γι’ αυτό έχουν αξία.

Τί ψάχνουμε; Παρηγοριά, ασφάλεια, κάποια παρέα για να σπάει τη μοναξιά μας, σχήματα που χωράν τους φόβους μας, επιβεβαίωση πως είμαστε, υπάρχουμε, έρωτες για να δικαιολογούν τις πρώιμες ανάγκες του κορμιού μας: κάποιον να μας κρατάει. Εκεί, στο κυριολεκτικό, βρισκόμαστε. Εκεί, από πάντα, τελικά, σ’ αγγίγματα και δάχτυλα μπλεγμένα, και σε κορμιά που κάνουν σχήματα αλλόκοτα ξεχνώντας, για ένα τώρα, τα όρια τους, και σ’ αγκαλιές που δεν μπορείς να μην τις δώσεις, κι ας είναι επικίνδυνες, κι ας έχεις βήχα ή συμπτώματα από έρωτα, εκεί. Εκεί βρισκόμαστε, εκεί είναι όλα όσα ψάχνουμε. Στο να πλησιάσεις, χωρίς λόγια, κάποιον άλλον, και να τον πάρεις αγκαλιά. Να τον κρατήσεις. Όσο κρατάει η στιγμή. Έτσι κρατιόμαστε.

Η πουτάνα η ζωή

1295922_tzimis4α

«Σεξ, φαΐ, σκατά και ύπνος,
εργασία και χαρά,
μια ζωή να περιμένεις
να γαμήσεις στην ουρά.
»*

Άκουγα τη «Σουζάνα» του Πανούση και μ’ έπιασαν τα υπαρξιακά μου. Δηλαδή: πού πήγε ο Τζίμης Πανούσης; Που δεν είναι πια εδώ να γράφει στίχους, και να μας σκαλίζει αυτά που δε θέλουμε να μας σκαλίζουνε – πού πήγε; Κι όλα αυτά που είχε μέσα στο μυαλό και τα ΄κανε στίχους, και τα ΄κανε τραγούδια, πού πήγαν; Όλα αυτά που είχε μέσα του αυτός ο άνθρωπος, που γέμιζαν περισσότερα από το σώμα, τη μορφή με την οποία εμφανίστηκε σ’ αυτή τη ζωή, που ξεχύνονταν έξω από τα όρια και τα περιθώρια της φυσικής υπόστασης – χέρια, πόδια, κορμός, κεφάλι – που ονομαζόταν Τζίμης Πανούσης, όλα αυτά που ήταν – πού πήγαν; Πού είναι τώρα; Τα πήρε μαζί του φεύγοντας, ή αυτό το «έφυγε» που λέμε είναι απλά ένας κούφιος ευφημισμός, για να δικαιολογήσουμε μια απουσία αδικαιολόγητη; Αλλά η απουσία εδώ δε συνεπάγεται, απαραίτητα, παρουσία αλλού, ενώ το «έφυγε» υπαινίσσεται πως πήγε κάπου. Πού; Πού πάνε όλοι αυτοί που φεύγουν; Κι τί γινόμαστε εμείς χωρίς αυτούς, πώς γεμίζουμε τα κενά τους; Η αλήθεια είναι πως δε μπορώ, αυτή τη στιγμή, να διαχειριστώ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει πια ο Πανούσης, κι εγώ πατάω ένα κουμπί στο κινητό μου και τον ακούω, παρ’ όλα αυτά, να τραγουδάει «η πουτάνα η ζωή».

Η αλήθεια είναι πως δε σκέφτομαι τον Πανούση. Από ‘κει ξεκίνησε, δηλαδή, αλλά είναι όλα τα κενά, όλες οι απουσίες οι αδικαιολόγητες που ήρθαν τώρα να με βρούνε. Είναι όλοι αυτοί που έφυγαν για κάπου και μας κληροδότησαν – αν όχι στίχους και τραγούδια ηχογραφημένα – αγγίγματα και λόγια και σιωπές, μια κάρτα χριστουγεννιάτικη και μια συνταγή για σωφρίτο, βλέμματα, απογεύματα στο μπαλκόνι, στιγμές, ώρες, μέρες ολόκληρες, χρόνια μιας παρουσίας εδώ που όριζε, με μια γραμμή διακεκομμένη, το σχήμα της ζωής μας. Είναι και που χτες το βράδυ είδα πάλι τη γιαγιά μου στο όνειρό μου: δεν είχε πεθάνει τελικά. Ήταν εκείνη, ολοζώντανη, με το χαμόγελο το λίγο πονηρό, και το κραγιόν στο χρώμα που φορούσε πάντα, και τα μαλλιά φτιαγμένα όπως τα ‘θελε, με μπικουτί αποβραδίς· ολοζώντανη: παρηγορητικά, περιπαιχτικά εδώ, σαν τη φωνή του Πανούση στην κουζίνα μου – μύρισα μέχρι και το άρωμά της, αλλά δεν την πλησίασα. Κάπου μέσα στο μαγικό, λυτρωτικό κόσμο του ονείρου ήξερα πως δε μπορώ πια να τη φτάσω, κι ας μου χαμογελάει και μου γνέφει να ‘ρθω κοντά. Είναι αυτό το απροσπέλαστο, όλο αυτό το αδιανόητο του όχι εδώ, μιας απουσίας απόλυτης κι ολοκληρωτικής, που δε δικαιολογείται όσο έλλογα κι αν την επεξεργαστείς. Όσους ευφημισμούς κι αν εφαρμόσουμε, τα κενά παραμένουν. Κι ας ξέρουμε απ’ την αρχή για το τέλος, και πως το κάθε «έρχομαι» υπαινίσσεται κι ένα «φεύγω».

Κι όταν φεύγουν, άμα φεύγουν – πού πάνε; Κάπου άλλου ή πουθενά; Και ποιο από τα δύο, ποια εκδοχή της απουσίας προτιμάμε; Ποια αντέχουμε περισσότερο; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω αυτή τη στιγμή είναι πως μου λείπει ο Πανούσης κι η γιαγιά μου. Αυτό είν’ η αλήθεια.


* Τζίμης Πανούσης, “Σουζάνα”, 1985
> https://youtu.be/G1vl1v01Ui4

Φωτογραφία: Lifo