Ήτανε μια φορά μια πιθανότητα που ήταν τόσο μεγάλη και τόσο μικρή όσο όλες οι άλλες. Και στην αρχή, και να την ήξερες, δε θα μπορούσες να την διακρίνεις. Όσο κι αν προσπαθούσες, δε θα ξεχώριζε με τίποτα ανάμεσα σε όλες τις άλλες πιθανότητες, όλες εξίσου πιθανές, εξίσου μεγάλες και μικρές, σα μια φωτιά που έβαλες σ’ ένα χωράφι το χειμώνα για να κάψεις τα χόρτα και τα κλαδιά και τα σκουπίδια – τόσες χιλιάδες φλόγες που μοιάζουν όλες μία.
Κι ύστερα, ίσως, μία σπίθα (1), από ποιος ξέρει τι.
Ίσως μια άκρη από κλαράκι που κρατάει ακόμα υγρασία (2) να ‘κανε αυτόν τον ήχο σα κραυγή και να πετάχτηκε ψηλά, πυρακτωμένο.
Ίσως και φύλλο από ελιά που, όπως έπιασε φωτιά, χώρισε απ’ το κλαρί του (3) κι όπως δυνάμωσε εκείνη τη στιγμή ο άνεμος το πήρε να το ταξιδέψει.
Ή ένα μπουκάλι γυάλινο (4) που έσκασε σα πυροτέχνημα, με κρότο.
Ένα κομμάτι πλαστικό, ίσως από σακούλα (5), να ‘πιασε μια ριπή κι αυτό και να ‘φυγε, φλεγόμενο, για παραπέρα.
Κι ίσως η πιθανότητα, σα σπίθα, να ‘σβησε πριν προλάβει να ξεχωρίσει απ’ τη φωτιά (6), ή να υψώθηκε και να ‘πεσε αμέσως πάλι μέσα στην καρδιά της (7), να γίνει πάλι ένα με τις άλλες.
Ίσως να πήγε παρακεί, ως την περίμετρο (8), εκεί που την περίμεναν τσουρουφλισμένα χορταράκια, και ν’ άνοιξε λίγο τον κύκλο, ανεπαίσθητα.
‘Η και να διάλεξε τροχιά πιο μακρινή, κι όταν κατέβηκε να βρήκε πέτρα (9), άγονη γη, και να σταμάτησε. Ή μια φασκομηλιά χλωρή (10), ή ένα αγκάθι ξεραμένο (11) και να ‘κανε μια προσπάθεια εκεί, αλλά χωρίς αντίκρισμα. Ίσως να έγινε καπνός, στο σβήσιμό της, για αντίο.
Κι ίσως, αντίθετα, να βρήκε χόρτα που ζηλεύαν τη φωτιά, που θέλαν να καούνε, και να ‘γινε φλόγα μέσα τους (12) για να τα ευχαριστήσει.
Κι ίσως γεννήθηκε μια νέα εστία, ελεγχόμενη (13) ή μη (14). Ίσως να ξέφυγε λιγάκι, μα να την είδε ο άνθρωπος που έκαιγε τα χόρτα, προσεκτικός, και να την πάτησε κάτω με τις μπότες (15), ή, απρόσεκτος, γιατί είχε λάβει μόλις μήνυμα στο κινητό, να σήκωσε το βλέμμα πιο αργά, για να την δει ν’ απομακρύνεται με φόρα (16). Ίσως και να την πρόλαβε πριν φτάσει ως τους θάμνους (17) και να την έπνιξε μ’ ένα πανί, αν είχε (18), ή το μπουφάν του (19), ή με νερό που έχει πάντα δίπλα στον κουβά (20), γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Κι ίσως, εξίσου, να του ξέφυγε (21), ίσως να φούντωσε (22), ίσως να άλλαξε ο αέρας ξαφνικά (23) και να την πήγε, ορμητική, στο διπλανό χωράφι, γεμάτο χόρτα άκοπα (24) που κάποιος είχε σπείρει για τα ζώα. Μια έκσταση από κόκκινο και κίτρινο και μαύρο, ένα θηρίο που ποτέ δεν το ελέγχαμε, οι άνθρωποι, πρωτόγονο, να βρυχάται, κι ο άνθρωπος που τα ξεκίνησε όλα αυτά με μία χούφτα χόρτα κι έναν αναπτήρα να την κοιτάει τώρα ανήμπορος, τα μάτια του καθρέφτες για τις φλόγες.
Κι ίσως, στο τέλος, να ‘καψε ένα χωράφι (25), δύο (26), πέντε (27), ίσως κατάπιε ένα περιβόλι, τρεις ελιές και ένα σχίνο (28)· ίσως σταμάτησε σε μια ξερολιθιά (29) κι ίσως συνέχισε για κάτω, προς τη θάλασσα (30), που ήθελε πάντα να την συναντήσει. Κι ίσως να μαζευτήκαν κι άλλοι για να βοηθήσουν (31), ή κανείς (32). Ίσως την έσβησαν μαζί (33), ή μόνη της να αναλώθηκε σ’ ένα δικό της τέλος (34). Κι ίσως, μετά, να ‘γινε μύθος η φωτιά (35), κληρονομιά, προειδοποίηση, «θυμάσαι; Να προσέχεις», ή να μην ήτανε ποτέ, να ήταν μόνο μια ιστορία που φαντάστηκα μια μέρα (36) που όλα ήταν πιθανά.
Κι ίσως, εξίσου, τίποτα. Ίσως η σπίθα χάθηκε πριν καν να γίνει σπίθα. Ίσως να μην ξεχώρισε ποτέ, ίσως να ‘γινε στάχτη. Ίσως να ‘γινε χόβολη κι ύστερα κάρβουνο νεκρό και παγωμένο. Ίσως αργότερα, χρόνια μετά, να ‘γινε πέτρωμα, μέρος του τόπου όπου στεκόμαστε και χτίζουμε και αγαπάμε και πονάμε, μέρος της γης που την πατάμε, της ίδιας γης που μας σκεπάζει όταν, κι εμείς όπως οι φλόγες, αναλωθούμε στο δικό μας τέλος, χωρίς να ξέρουμε ποτέ ποιες πιθανότητες ζήσαν και χάθηκαν για να βρεθούμε εδώ, εκεί, όπου βρεθήκαμε ο καθένας στη ζωή του, που όλα ήταν πιθανά ώσπου δεν ήταν.