Η πιθανότητα

IMG-7737

Ήτανε μια φορά μια πιθανότητα που ήταν τόσο μεγάλη και τόσο μικρή όσο όλες οι άλλες. Και στην αρχή, και να την ήξερες, δε θα μπορούσες να την διακρίνεις. Όσο κι αν προσπαθούσες, δε θα ξεχώριζε με τίποτα ανάμεσα σε όλες τις άλλες πιθανότητες, όλες εξίσου πιθανές, εξίσου μεγάλες και μικρές, σα μια φωτιά που έβαλες σ’ ένα χωράφι το χειμώνα για να κάψεις τα χόρτα και τα κλαδιά και τα σκουπίδια – τόσες χιλιάδες φλόγες που μοιάζουν όλες μία.
    Κι ύστερα, ίσως, μία σπίθα (1), από ποιος ξέρει τι.
    Ίσως μια άκρη από κλαράκι που κρατάει ακόμα υγρασία (2) να ‘κανε αυτόν τον ήχο σα κραυγή και να πετάχτηκε ψηλά, πυρακτωμένο.
    Ίσως και φύλλο από ελιά που, όπως έπιασε φωτιά, χώρισε απ’ το κλαρί του (3) κι όπως δυνάμωσε εκείνη τη στιγμή ο άνεμος το πήρε να το ταξιδέψει.
    Ή ένα μπουκάλι γυάλινο (4) που έσκασε σα πυροτέχνημα, με κρότο.
    Ένα κομμάτι πλαστικό, ίσως από σακούλα (5), να ‘πιασε μια ριπή κι αυτό και να ‘φυγε, φλεγόμενο, για παραπέρα.
    Κι ίσως η πιθανότητα, σα σπίθα, να ‘σβησε πριν προλάβει να ξεχωρίσει απ’ τη φωτιά (6), ή να υψώθηκε και να ‘πεσε αμέσως πάλι μέσα στην καρδιά της (7), να γίνει πάλι ένα με τις άλλες.
    Ίσως να πήγε παρακεί, ως την περίμετρο (8), εκεί που την περίμεναν τσουρουφλισμένα χορταράκια, και ν’ άνοιξε λίγο τον κύκλο, ανεπαίσθητα.
    ‘Η και να διάλεξε τροχιά πιο μακρινή, κι όταν κατέβηκε να βρήκε πέτρα (9), άγονη γη, και να σταμάτησε. Ή μια φασκομηλιά χλωρή (10), ή ένα αγκάθι ξεραμένο (11) και να ‘κανε μια προσπάθεια εκεί, αλλά χωρίς αντίκρισμα. Ίσως να έγινε καπνός, στο σβήσιμό της, για αντίο.
    Κι ίσως, αντίθετα, να βρήκε χόρτα που ζηλεύαν τη φωτιά, που θέλαν να καούνε, και να ‘γινε φλόγα μέσα τους (12) για να τα ευχαριστήσει.
    Κι ίσως γεννήθηκε μια νέα εστία, ελεγχόμενη (13) ή μη (14). Ίσως να ξέφυγε λιγάκι, μα να την είδε ο άνθρωπος που έκαιγε τα χόρτα, προσεκτικός, και να την πάτησε κάτω με τις μπότες (15), ή, απρόσεκτος, γιατί είχε λάβει μόλις μήνυμα στο κινητό, να σήκωσε το βλέμμα πιο αργά, για να την δει ν’ απομακρύνεται με φόρα (16). Ίσως και να την πρόλαβε πριν φτάσει ως τους θάμνους (17) και να την έπνιξε μ’ ένα πανί, αν είχε (18), ή το μπουφάν του (19), ή με νερό που έχει πάντα δίπλα στον κουβά (20), γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
    Κι ίσως, εξίσου, να του ξέφυγε (21), ίσως να φούντωσε (22), ίσως να άλλαξε ο αέρας ξαφνικά (23) και να την πήγε, ορμητική, στο διπλανό χωράφι, γεμάτο χόρτα άκοπα (24) που κάποιος είχε σπείρει για τα ζώα. Μια έκσταση από κόκκινο και κίτρινο και μαύρο, ένα θηρίο που ποτέ δεν το ελέγχαμε, οι άνθρωποι, πρωτόγονο, να βρυχάται, κι ο άνθρωπος που τα ξεκίνησε όλα αυτά με μία χούφτα χόρτα κι έναν αναπτήρα να την κοιτάει τώρα ανήμπορος, τα μάτια του καθρέφτες για τις φλόγες.
    Κι ίσως, στο τέλος, να ‘καψε ένα χωράφι (25), δύο (26), πέντε (27), ίσως κατάπιε ένα περιβόλι, τρεις ελιές και ένα σχίνο (28)· ίσως σταμάτησε σε μια ξερολιθιά (29) κι ίσως συνέχισε για κάτω, προς τη θάλασσα (30), που ήθελε πάντα να την συναντήσει. Κι ίσως να μαζευτήκαν κι άλλοι για να βοηθήσουν (31), ή κανείς (32). Ίσως την έσβησαν μαζί (33), ή μόνη της να αναλώθηκε σ’ ένα δικό της τέλος (34). Κι ίσως, μετά, να ‘γινε μύθος η φωτιά (35), κληρονομιά, προειδοποίηση, «θυμάσαι; Να προσέχεις», ή να μην ήτανε ποτέ, να ήταν μόνο μια ιστορία που φαντάστηκα μια μέρα (36) που όλα ήταν πιθανά.

Κι ίσως, εξίσου, τίποτα. Ίσως η σπίθα χάθηκε πριν καν να γίνει σπίθα. Ίσως να μην ξεχώρισε ποτέ, ίσως να ‘γινε στάχτη. Ίσως να ‘γινε χόβολη κι ύστερα κάρβουνο νεκρό και παγωμένο. Ίσως αργότερα, χρόνια μετά, να ‘γινε πέτρωμα, μέρος του τόπου όπου στεκόμαστε και χτίζουμε και αγαπάμε και πονάμε, μέρος της γης που την πατάμε, της ίδιας γης που μας σκεπάζει όταν, κι εμείς όπως οι φλόγες, αναλωθούμε στο δικό μας τέλος, χωρίς να ξέρουμε ποτέ ποιες πιθανότητες ζήσαν και χάθηκαν για να βρεθούμε εδώ, εκεί, όπου βρεθήκαμε ο καθένας στη ζωή του, που όλα ήταν πιθανά ώσπου δεν ήταν.

Advertisement

Γραμμές, πλαίσια και όρια, και πώς γεμίζεις τα κενά

IMG-2082

Τους δικούς μου τους αρμούς, στην αυλή, τους έκανα κάπου πριν το Πάσχα. Τυχαία, ή ίσως και όχι εντελώς· ίσως κάτι μέσα μου θυμόταν άλλες χρονιές που όλη η Σίφνος έβαφε και άσπριζε κι έγραφε ευχές στις πλάκες τις μέρες εκείνες, ως και την Κυριακή των Βαΐων. Την Κυριακή των Βαΐων γιορτάζω, θεωρητικά, αλλά δεν το ξέρει κανείς. Φέτος, κανείς δεν ήξερε τίποτα, ούτε τι μέρα είναι, ούτε τη σημασία της. Φέτος θυμόμασταν μόνο τις μέρες που χάθηκαν, που μας τις πήραν, κάποιοι, μέσα απ’ τα χέρια, που μας τις κλέψανε, εκείνοι, κι εμείς μονάχοι μας δεν ξέραμε ούτε πένθος ούτε γιορτή. Χωρίς τα σύμβολα και τις τελετουργίες, χαμένοι σε μέρες ατελείωτες και ίδιες και κενές, γιατί δε μας αφήσανε να περιφερθούμε στα στενά ένα βράδυ Παρασκευής, γιατί το Σάββατο δεν ήτανε μεγάλο χωρίς το φως που περιμέναμε. Γιατί αν δεν έχει Κυριακή του Πάσχα όπως την ξέρουμε, δεν έχει τίποτα, κι εμείς ξέρουμε μόνο να μετράμε απουσίες.

Τέλος πάντων. Εγώ τυχαία βρέθηκα στα γόνατα τις μέρες εκείνες, μ’ ένα ντενεκάκι μπογιά που ‘χει ξεμείνει απ’ τα βαψίματα του σπιτιού κι ένα πινέλο αρκετά κακοποιημένο, μονάχη μου, ολομόναχη, στη δεύτερη βδομάδα καραντίνας, και πέρασα τη γιορτή μου που δεν την θυμόταν κανείς να κάνω αρμούς. Δυο μέρες σύνολο για την αυλή, να γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις πλάκες και να ισιώνω, ψυχαναγκαστικά, την κάθε μου γραμμούλα, να στρογγυλεύω τις γωνίες για ν’ αγκαλιάζουν, όπως μου έμοιαζε σωστό, το σχήμα που ‘χε φυσικά η πέτρα. Κάποιος κάτι ν’ αγκαλιάζει, που είχα βδομάδες να νιώσω χέρια αλλουνού απάνω μου. Κι ύστερα, όταν τέλειωσα, έπιασα κι έξω το κοινόχρηστο, μ’ όση μπογιά είχε μείνει, χιλιοαραιωμένη πια, κι έφτιαξα και λουλούδια και καρδιές και μια ευχή: όλα θα πάνε καλά.

Την επόμενη μέρα πέρασε ο γείτονας μου και κοντοστάθηκε στην είσοδο. «Δάφνη,» μου φώναξε, «έλα μισό λεπτάκι να σου δείξω». Στεκόταν πάνω απ’ τα λουλούδια μου. «Θέλω κι εγώ,» μου είπε, «έτσι, και μια ευχή. Θα μου τα κάνεις;» Του τα έκανα, δυο μέρες μετά, ένα απόγευμα, Μεγάλη Τετάρτη θα ‘τανε, αλλά δεν είμαι και σίγουρη, γιατί δεν έχω χάρακα για να μετράω τις μέρες. Είχα πινέλο και μπογιά και διάθεση και κιμωλίες για να χρωματίσω, στο τέλος, τα πέταλα απ’ τα λουλούδια μου κι ας χανόταν το χρώμα με τα πατήματα: δεν ήταν για να κρατήσει. Μα η ευχή, δυο χέρια με ακρυλικό, θα μείνει – όσο χρειάζεται. Σταθήκαμε κι οι δυο μετά και την κοιτούσαμε. «Μ’ αρέσει,» μου ‘πε, «έτσι που το σκέφτηκες». Μα πώς αλλιώς να το σκεφτώ; Τι πιο απλό κι αληθινό, άμα το θέλεις; Όλα θα πάνε καλά. «Σ’ ευχαριστώ,» μου είπε, όταν ξεκίνησα ν’ ανέβω προς το σπίτι. «Κι εγώ,» του απάντησα, «που γέμισες τη μέρα μου».

Κι έτυχε τώρα ξανά, παραμονές Χρυσοπηγής, να κάνω πάλι αρμούς. Παραδοσιακή κατά τύχη, γονατισμένη μέρες ολόκληρες, όλη την εβδομάδα που μας πέρασε, χαμένη στις γραμμές μου. Με ήλιο ντάλα μες τον καύσωνα, και με νοτιά και με βοριά, με αυτοκίνητα και μηχανάκια να περνάνε ακατάπαυστα, να γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις πλάκες. Αλλά δεν έπρεπε, μου είπανε. Δε γίνονται έτσι οι αρμοί στη Σίφνο, τόσο χοντροί και άχαροι· έπρεπε να ‘ναι ανεπαίσθητες γραμμές, διακριτικές και αυστηρές και μαζεμένες, κι όχι αυτά τα τέρατα που κάνω εγώ, που έχουν το θράσος να γιορτάζουν τόσο ελεύθερα την ύπαρξή τους. Πέρασε μια γιαγιά απ’ το Στενό και μοιρολόγησε από πάνω μου – θα τα ‘χε μαζεμένα, σκέφτομαι, απ’ την Παρασκευή που μας κλέψανε και δεν ήτανε Μεγάλη. «Αχ, πάει η Σίφνο μας, χάθηκε. Αχ, πώς τους κάνουν έτσι χάλια;», και η κοπέλα που ‘τανε μαζί της, που μου ‘χε πει περνώντας πριν τι όμορφοι που είναι, να μουρμουρίζει τώρα συγκαταβατικά. Κι εγώ σκυμμένη εκεί, στο τρίτο πρόσωπο, ανένδοτη να χαμογελάω και να γεμίζω με πείσμα τα κενά. Δεν είπα τίποτα, δε χρειάζεται: τα κενά και οι γραμμές υπάρχουν μέσα μας, στον καθένα. Όσο κι αν τρίβεις με το σφουγγάρι στο τρίτο πρόσωπο, δε σβήνουν· όσο κι αν πας να φτιάξεις τη γραμμή λίγο πιο πέρα, όσο κι αν θες να απαλύνεις τις γωνίες και τα όρια, ο καθένας θα ζει μέσα στους περιορισμούς που έχει επιλέξει, ώσπου να κάνει άλλη επιλογή. Και δε μπορείς να γεμίσεις τα άδεια του αλλουνού, ποτέ. Μονάχα τα δικά σου. Αν το θέλεις.

Λίγο μετά πέρασε άλλη μια γιαγιά, κοντούλα, ζαρωμένη απ’ τα χρόνια. Σταμάτησε κι εγώ, ομολογώ, σφίχτηκα λίγο, περιμένοντας. «Μπράβο,» μου είπε, «που τα κάνετε. Να ομορφύνει ο τόπος. Τους έκανα κι εγώ παλιά, μα τώρα πια δεν έχω χρόνο. Δε μπορώ». Κι εκεί ήταν που σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα, κι ανταλλάξαμε ένα χαμόγελο, κι είπαμε λίγο για τα γόνατα που πονάνε και για τη μέση, και για τους απρόσεχτους που περνάνε και στα πατάνε, και πως αξίζει ο κόπος, παρ’ όλα αυτά. Κι ίσως εκείνη να ‘τανε παραδοσιακή κι εγώ όχι και τόσο, ίσως να μας χωρίζαν χρόνια και βιώματα και άλλα χίλια ακόμα, αλλά συναντηθήκαμε εκεί, πάνω απ’ τις πλάκες του Στενού, εκεί που το «μπράβο» δεν είναι πώς και τι και γιατί, αλλά «που τα κάνετε». Και να τα κάνουμε όχι για επιβράβευση, κι όχι γιατί η μέρα το προστάζει ή η παράδοση, αλλά γιατί έχουμε μπογιά και πινέλο και διάθεση και χρόνο και μπορούμε. Να ζωγραφίζουμε την ύπαρξή μας στις πλάκες, να τη γιορτάζουμε όπου βρούμε. Και να τη βλέπουν κι οι άλλοι και να θυμούνται, κι αυτοί, ότι υπάρχουν. Να συναντιόμαστε αντί να ψάχνουμε γραμμές να μας χωρίζουν.

Τέλος πάντων. Όλες οι μέρες ίδιες είναι τελικά, πλάκες που ζητάνε να τις ζωγραφίσουμε. Κι όσες γραμμές κι αν έχουν, κι όσα πλαίσια, μπορούμε πάντα να πατήσουμε από πάνω με τις δικές μας πινελιές. Μπορούμε πάντα, αν το θέλουμε, να γεμίσουμε τα κενά. Ή να τ’ αφήσουμε κενά και να δούμε πώς είναι να ‘χει χώρο, και γιατί μας τρομάζει. Και γιατί μετράμε απουσίες πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα. Κι αν καταλάβουμε τι μέρα είναι – σήμερα – κι ότι η αξία των συμβόλων και των τελετών είναι ακριβώς πως δεν είναι το πράγμα το ίδιο αλλά η αναπαράστασή του, ίσως μπορέσουμε να κρατήσουμε την αξία και ν’ αφήσουμε τα σύμβολα να σβήσουν, γιατί η ουσία ήταν πάντα, μόνο, να τα κάνουμε. Και να γιορτάζουμε την κάθε μέρα όπως θέλουμε, με θράσος, γιατί όσο έχουμε μπογιά και πινέλο και διάθεση, όλα θα πάνε καλά.

Κι εγώ είμαι κόκορας

IMG_2350

Η μέρα μου λοιπόν ξεκίνησε με έναν όμορφο και εποικοδομητικό διάλογο, στις 5:18, όταν τα γατιά αποφάσισαν ότι βαριούνται ή/και πρόκειται ανά πάσα στιγμή να πέσουν σε κώμα από την πείνα.
    «Νιάου» είπαν έξω από την κλειστή μου πόρτα, η οποία δεν παρέμεινε κλειστή για πολύ, χάρη στη μέθοδο ρίχνομαι επανειλημμένα πάνω στο χερούλι μέχρι να υποκύψει. Τα γατιά μου, αν μη τι άλλο, είναι πολύ προικισμένα.
    Γκαπ!
    Νιάου.
    Γκαπ!
    Νιάου.
    Γκαπ!
    Νιάου.
    Παύση. Τρίξιμο της πόρτας.
    Νιάου;
    Πετάχτηκα έξαλλη απ’ το κρεβάτι. Ο άλλος μου ο γάτος, ο παλιός, που κοιμόταν κουλουριασμένος στα πόδια μου – και που έχει γίνει πολύ σοβαρός από τότε που μπήκαν τα μικρά, ο Ψύλλος και το Ρούδι, στη ζωή μας – σήκωσε το κεφάλι του και εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του με ένα μακρύ και υπόκωφο γρύλισμα. Στο βλέμμα του, η Απόλυτη Κρίση: εσύ φταις μωρή μαλάκω που τα ‘βαλες τα δαιμονισμένα ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, αγαμήσου τώρα.
    Τα άλλα εντωμεταξύ κατενθουσιασμένα, να τυλίγονται γουργουρίζοντας στα πόδια μου και να χώνουν τα νυχάκια τους στη σάρκα μου, με αγάπη.
    «Νιάου!»
    «Νιάου; Τι νιάου; Τι στο διάολο ΝΙΑΟΥ πρωινιατικά;»
    Μετά ένιωσα τύψεις γιατί τα είπα όλα αυτά ουρλιάζοντας και τα γατιά ταράχτηκαν, προς στιγμήν, που δεν ήμουν εξίσου χαρούμενη που είμασταν όλοι μαζί, ξύπνιοι, στις 5:22 το πρωί. Πάγωσαν για ίσως δύο δευτερόλεπτα και μετά ο Ψύλλος μου ‘ριξε μια νυχιά κάτω απ’ το γόνατο κι ο Ρούδης είπε «νιάου» κι εκτοξεύτηκε προς το πιάτο του, αλλά δεν πρόλαβε να φρενάρει εγκαίρως και συγκρούστηκε με τη λεκάνη του νερού. Κι όλα αυτά πριν κατουρήσω, πριν πλύνω τα δόντια μου, πριν πάρω το αντικαταθλιπτικό μου χάπι. Για καφέ δεν το συζητάω· δε μ’ αφήνουν ποτέ να πιω καφέ πριν τα ταΐσω.

Τα ταΐζω λοιπόν. Κατουράω, πλένομαι, χαπακώνομαι, φτιάχνω καφέ και βγαίνω έξω, να κάτσω στο πεζούλι να τον πιω. Με ησυχία – αλλά όχι. Μόλις με παίρνουν είδηση, ένα-ένα (μπαπ! Νιάου!) τα σαραντατέσσερα γατιά του Ελεήμονα, τα εξωτερικού χώρου, πηδάνε από τοίχους και ξερολιθιές και σχηματίζουν γύρω μου ένα κλοιό από γούνα και απαιτήσεις.
    «Καλημέρα,» τους λέω. «Θα περιμένετε».
    «Ρρρρρ-νιάου!» μου απαντάει ο Ζεν, και με κουτουλάει με τρυφερότητα στο καλάμι. Η Κόκκινη κοιτάει το φλυτζάνι μου με νόημα. Τα υπόλοιπα, εκπροσωπούμενα από αυτό το Κλιμάκιο Πίεσης, περιμένουν υπομονετικά, ακίνητα, αλλά με το βλέμμα καρφωμένο απάνω μου. Ξέρουν: θα ενδώσω.
    «Εντάξει,» τους λέω, «πάμε». Και διασχίζουμε μαζί την αυλή, εγώ ακροβατώντας και τα γατιά να πολεμούν να με σκοτώσουν με το να μπλέκονται, και τα εξηνταοχτώ μαζί, στα πόδια μου. Φτάνουμε. Μοιράζω τροφή στα διάφορα μπολ. Κάνω πίσω, ευγενικά, γιατί σ’ αυτή τη φάση συνήθως αποφασίζουν πως με φοβούνται και πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Όλα, εκτός απ’ τον Ζεν. Ο Ζεν δε φοβάται τίποτα.
    «Νιά-ρρρρ» μου λέει.
    «Ναι. Φάε.»

Στο πεζούλι μου, με θέα το βουνό και τον Άη Νηλιά στην κορυφή του, κάθομαι σταυροπόδι και στρίβω τσιγάρο. Ο καφές αχνίζει ακόμα. Πίνω μια γουλιά, παίρνω μια τζούρα, κλείνω τα μάτια μου. Κι απ’ το κοτέτσι ξεκινάει τώρα, μουρμουριστά, το κοκοκο. Κάπου μακριά, πέρα απ’ τα βράχια που ορίζουν τις άκρες του νησιού μου στα ανατολικά, πίσω απ’ την Πάρο και τη Νάξο κι όσα, αόρατα, στέκουν πιο ‘κει, αρχίζει να ξημερώνει. Κι ο κόκορας το ξέρει, κι ανοίγει τώρα διάλογο με τον ομόλογό του στο παρακάτω κοτέτσι.
    «Εγώ είμαι κόκορας! Εσύ είσαι κόκορας;»
    «Κι εγώ είμαι κόκορας! Κόκορας!»
    «Εγώ είμαι πιο κόκορας από σένα!»
    «Εγώ! Εγώ είμαι πιο κόκορας!»
    «Εγώ είμαι όσο πιο κόκορας γίνεται!»
    «Είμαστε κόκορες!
    «Κόκορες!»
    Και ούτω καθεξής, κι οι κότες γύρω τους, κοκοκο, να τους εκθειάζουν.

Νιάου και κοκοκο και καλημέρα, το ίδιο είναι. Επικοινωνία, όλα, όλοι: αυτό ζητάμε. Κι αυτές τις μέρες της απομόνωσης, λιγότερο ή περισσότερο ο καθένας, αυτό είναι που έχουμε ανάγκη, πιο πολύ. Αυτό βλέπω, μ’ όσους μιλάω: πόσο το έχουμε ανάγκη· αυτό ακούω. Να βρει ο ήχος της φωνής μας όχι αντίλαλο αλλά απάντηση, κι όλα αυτά που είναι μέσα μας, ανησυχίες, φόβοι, επιθυμίες και ελπίδες, να βρούνε ανταπόκριση εκτός – κάπως να συνδεθούμε με τον άλλον. Επιβεβαίωση; Αναγνώριση; Κι εγώ είμαι κόκορας, όπως κι εσύ.
    Έλεγα σ’ ένα φίλο τις προάλλες πως έχω αρχίσει πια να απαντάω στον εαυτό μου, όταν του μιλάω, τις ώρες εκείνες, που μοιάζουν ατελείωτες, της μοναξιάς.
    «Καλό είναι αυτό,» μου απάντησε. «Να έχεις έναν άνθρωπο να μιλήσεις, βρε παιδί μου».
    Γέλασα – χαχαχα, γραπτώς – αλλά στ’ αλήθεια, τι άλλο είμαστε; Πομποί και δέκτες, να ψάχνουμε κανάλι ανοιχτό να συνδεθούμε. Και μια φωνή στην άλλη άκρη να πει σ’ ακούω, με ακούς; Κι εγώ είμαι κόκορας, όπως κι εσύ. Ξημερώνει. Υπάρχουμε. Καλημέρα.

Δεν είναι άδειες οι εκκλησίες

IMG-2585

Μεγάλη Παρασκευή, κι οι καμπάνες της μ’ αρέσουν. Οι καμπάνες της οι πένθιμες που υποβάλλουν στη μέρα το ρυθμό της και σε μένα μια παράξενη παρηγοριά. Όχι, παρηγοριά είναι η λάθος λέξη, δεν είναι ακριβώς αυτό, δε νιώθω πιο ανάλαφρη που τις ακούω. Κάτι αλλιώτικο είναι, σαν αλληλεγγύη. Οι καμπάνες οι πένθιμες που δίνουν στη μέρα τον τόνο, και τα πράγματα που πενθώ εγώ μέσα μου: ταιριάζουν. Για μια φορά, εγώ κι οι εκκλησίες είμαστε μαζί. Βαριές, βεβαρυμμένες απ’ τις απουσίες· όχι άδειες, κι ας μοιάζουμε, αλλά γεμάτες από αυτά που θα ‘πρεπε να μας γεμίζουν, το αρνητικό τους σχήμα, κι από τις προσδοκίες μας για το τι σημαίνουν οι συναθροίσεις αυτές. Επιθυμίες και ελλείψεις. Πίστη: ένα καντήλι που προσπαθεί να μη σβήσει, που προσπαθεί να κρατηθεί. Όπως κι εγώ. Όπως και όλοι μας. Το φως που τρεμοπαίζει μέσα μας.

Στο facebook, εντωμεταξύ, βίντεο με έξαλλους παπάδες να φωνάζουν πως όλα είναι μία πλάνη, μια συνωμοσία για να κρατήσουν τους πιστούς μακριά απ’ τις εκκλησίες, «για μια γρίπη». Και άνθρωποι, νοήμονες κατά τ’ άλλα, να επιμένουν πως η Θεία Κοινωνία δεν μεταδίδει τον ιό. Μην είστε πρόβατα κλεισμένα στο μαντρί, μην τους πιστεύετε, τους ειδικούς, τις κυβερνήσεις. Όσοι πιστοί προσέλθετε, το ποίμνιο του Χριστού. Κι αν ο Χριστός ήταν βοσκός κι εμείς τα πρόβατά του, θα μας οδηγούσε να πιούμε από μολυσμένο πηγάδι; Αυτό είναι πίστη; Αυτό είναι η πίστη μας, πρόβατα της θυσίας; Και τόσο εύθραυστη που χρειάζεται να την τυλίξουμε σε τόσες τελετουργίες για να μη σπάσει; Νοήμονες, κατά τ’ άλλα, ν’ αποδεικνύετε την πίστη σας με δυσπιστία. Η πίστη δε ζητάει αποδείξεις, εξ ορισμού. Και κατά τ’ άλλα; Τι άλλο έχει, εκτός απ’ αυτό που ζούμε; Δεν είναι πίστη αυτό: είναι αλαζονεία.

Αλλά ούτε κι οι εκκλησίες είναι άδειες, μην τους πιστεύετε. Είναι γεμάτες από εμάς, τις προσευχές μας, τα κεριά που ανάβουμε, την παρηγοριά που μας δίνουν τα λόγια των ψαλμών κι ο γλυκός, υπνωτικός ρυθμός τους, τη μυρωδιά απ’ το λιβάνι που μας ταξιδεύει σ’ όποια κατάνυξη ζητάει ο καθένας. Όλα είναι εκεί, όπως κι εμείς, όσοι θέλουμε, κι ας μην είμαστε. Κι η φλόγα απ’ το καντήλι, το φως, είναι μέσα μας. Πάντα μέσα μας ήταν. Η κοινωνία, η Θεία και η ανθρώπινη: μέσα μας κι αυτή. Όπου κι αν είμαστε, μπορούμε να ‘μαστε μαζί, κι ας μην είμαστε. Κι οι εκκλησίες, ως οίκοι του Θεού, είναι για να μας γεμίζουν, πιο πολύ από ότι είναι για να τις γεμίζουμε εμείς. Αλλού καλούμαστε να προσέλθουμε.

Όσοι πιστοί μείνετε σπίτι σας. Κάντε εκεί τον οίκο του Θεού. Δε χρειάζεστε τελετουργίες, δεν τις χρειαζόμασταν ποτέ. Δε χρειάζεται να αποδείξετε τίποτα σε κανέναν. Μόνο να μην αφήσετε τη φλόγα σας να σβήσει· μόνο αυτό ζητάει η πίστη από μας.

Βουνά, και φίλοι

IMG-1651

Πρωί Δευτέρας. Όγδοη ημέρας καραντίνας, εικοστή-τρίτη (νομίζω) του λοκντάουν. Πίνω τον καφέ μου στην αυλή, στην πεζούλα, με την πλάτη μου στην ανατολή, και κοιτάω το βουνό. Ακούω πίσω μου κάτι να σαλεύει, κι είναι ο Γιάννης, με φόντο τον ήλιο που σηκώνεται, εκτυφλωτικός, στο διπλανό οικόπεδο με το παλιό λιοτρίβι, εκεί που έχει την κατσίκα με τα δυο μικρά. Διασχίζω καλπάζοντας τον κήπο, με τις κάλτσες, μέσα από χόρτα που μου φτάνουν τουλάχιστον ως τη μέση. Και φίδια να κρύβουν, δε με νοιάζει: άνθρωπος!
    «Καλημέρα!» μου φωνάζει.
    «Κάτσε να ρθω κοντά να σ’ αντικρύσω,» απαντάω. Θέλω να ριχτώ πάνω απ’ τον τοίχο και να τον αγκαλιάσω – δεν έχω δει, δεν έχω αγγίξει άνθρωπο για μια ολόκληρη εβδομάδα – αλλά τηρώ τις αποστάσεις: εκείνος απ’ τη μια μεριά της ξερολιθιάς, εγώ από την άλλη. Τον κοιτάω όπως κοιτούσα πριν το μοναστήρι στην κορυφή του βουνού, σα να ‘ναι θαύμα: άνθρωπος, φίλος μου, εν κινήσει, μπροστά στα μάτια μου, να μου μιλάει. Ψάχνει κάτι σίδερα για να φράξει το χώρο, να μην ξεφύγουν οι κατσίκες, κι εγώ τον κοιτάω.

Μετά, λίγο αργότερα, βάζω ρούχα και παπούτσια, χτυπάω μια Μετακίνηση 6, και παίρνω τα βουνά. Δεν αντέχω άλλο, είναι ανάγκη. Στο ανέβασμα, στην αρχή του μονοπατιού, κουράζομαι, πιο πολύ από κανονικά. Με πονάνε διάφορα κι η αναπνοή μου κάπου σκαλώνει στο στήθος· δε νιώθω κανονικά. Δεν ξέρω αν είναι συμπτώματα του ιού ή της νέας εξωπραγματικότητας που πάει, όσο περνάει ο καιρός, να γίνει μια νέα κανονικότητα, όπου τίποτα δεν είναι κανονικό. Έχω βάλει και τα γυαλιά μου, της μυωπίας, για να βλέπω μπροστά μην μου την πέσει καμιά οχιά, μέρες που είναι, και θολώνουν οι φακοί απ’ την προσπάθεια και τον ιδρώτα – μα ανεβαίνω. Σε λίγο θα φτάσω στο ίσιωμα και θα ‘ναι πιο εύκολη η διαδρομή.

Έχω καιρό να έρθω από δω, και οι τουρίστες της άνοιξης, οι περιπατητές με τα μπαστούνια και τους χάρτες, λείπουν κι αυτοί. Το μονοπάτι, απάτητο, χάνεται κατά τόπους μέσα στα χόρτα και τα λουλούδια, πνίγεται, αλλά εγώ εδώ αναπνέω ελεύθερα, εδώ, για πρώτη φορά μετά από μέρες, παίρνω αναπνοή. Άμα δεν ήξερες ίσως χανόσουν, μα εγώ ξέρω. Τα πόδια μου βρίσκουν από μόνα τους τα πατήματα, κι εγώ κοιτάω μπροστά, μακριά, να μη μ’ αιφνιδιάσουν οι οχιές. Δεν έχει και σήμα εδώ το κινητό, μες την κοιλάδα της Σκάφης.

Στον Άη Στάθη, ανοίγω πρώτα διάπλατα την πόρτα της εκκλησίας, να πάρει αέρα, και γράφω το όνομά μου στο βιβλίο. Μετά, με το κλειδί, κατεβαίνω στο κουζινάκι και φτιάχνω καφέ. Τον πίνω στην αυλή, στο πέτρινο τραπέζι, και κοιτάω τώρα το βουνό, το μοναστήρι του Άη Νηλιά, από αλλού. Νιώθω το σώμα μου ν’ αφήνεται στις χλιαρές πέτρες της πεζούλας, στη δροσιά του τοίχου στην πλάτη μου, στο άγγιγμα του ήλιου, όπου του δείχνω δέρμα. Λίγο και το μυαλό, το σφίξιμο στο στήθος, χαλαρώνουν. Οι σκέψεις ησυχάζουν. Δεν ξέρω από τι αναζητώ παρηγοριά – είναι πολλά, τα διάφορα που με πονάνε – αλλά, αν είναι κάπου που τη βρίσκω, είναι εδώ. Σαν καταφύγιο, το εκκλησάκι αυτό, μέσα στο δάσος απ’ τις φίδες: εδώ, η μοναξιά είναι κατ’ επιλογήν. Γι’ αυτό, μετά, για ευχαριστώ, ανάβω το καντήλι, κι ένα κερί, μοναχικό κι αυτό, στην άδεια εκκλησία.

Στα κατακάθια του καφέ, στο δεύτερο τσιγάρο, στην ησυχία του βουνού: φωνή παππού, πατήματα γαϊδάρου, αφανείς, καθώς διαπραγματεύονται – όχι και τόσο συνεργατικά – το μονοπάτι στον κατήφορο. «Ουίς! Έχεις το διάολο μέσα σου! Πάνω στο σκίνο! Οουυυ Γαμώ το σταυρό σου για ζωντανό, εν πάει από κει!» Γελάω. Μια στιγμή κανονικότητας που επιμένει, στα μονοπάτια της Σκάφης, που μπορεί ακόμα να προσποιηθεί πως δεν την άγγιξε κανένας κορονοϊός, που σ’ αφήνει να ξεχνιέσαι. Αλλά μετά, αμέσως, σκέφτομαι πως πρέπει να πλύνω το φλυτζάνι μου καλά, καλύτερα από κανονικά, και να απολυμάνω ό,τι έπιασα στην κουζίνα, και θυμάμαι: πως η κανονικότητα είναι άλλη, τώρα πια. Αφήνω ν’ απομακρυνθούν, γάιδαρος και παππούς, πριν σηκωθώ να καθαρίσω και να φύγω. Πίσω στην άλλη μοναξιά, άλλη μια μέρα καραντίνας.

Στιγμές, τότε και τώρα, πάντα. Παρηγοριά απ’ όλα αυτά που μας πονάνε, όπου τη βρίσκουμε, όπως μπορούμε. Και λίγο να ησυχάζουνε οι σκέψεις μας και ν’ αναπνέουμε ελεύθερα, στα μονοπάτια τα απάτητα και τα χιλιοπερπατημένα. Και να ξεχνιόμαστε, αλλά να μην ξεχνάμε. Ό,τι κι αν είναι το κανονικό, όπως και να κατασταλάξει: ότι είναι θαύμα πως υπάρχουνε βουνά, και φίλοι, να κοιτάμε.

Καρτ ποστάλ από την καραντίνα

postcard

Μια και έχω γίνει ήδη τόσο γραφική που σε λίγο θα με βάλουνε σε καρτ ποστάλ και θα με πουλάνε στα σοκάκια της Πλάκας, ας συνεχίσω.

1) Αντιλαμβάνομαι ότι το θέμα της «μόνιμης» κατοικίας και του πού ανήκει ο καθένας δεν είναι απλό. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν το μισό χρόνο εδώ και τον άλλο μισό εκεί· υπάρχουν οικογένειες χωρισμένες από ανάγκη, που περιμένουν τις γιορτές για να σμίξουν. Υπάρχουν χίλιες δυο περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο «είμαι παπάρας και γουστάρω να πάω στο εξοχικό μου», και κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις θεωρεί τον εαυτό της εξαίρεση: ναι μεν, αλλά· ναι, οι άλλοι, αλλά όχι εμείς. Το ερώτημα, όμως, δεν είναι αν ανήκετε στο νησί ή στο χωριό· κανείς δεν αμφισβητεί ούτε τα δικαιώματα ούτε τις επιθυμίες σας ούτε το δέσιμό σας με κάποιον τόπο. Το ερώτημα, αυτές τις μέρες, είναι εάν είναι απολύτως ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ να μετακινηθείτε. Κι ως απαραίτητο πλέον ορίζεται η περίπτωση που ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΙΩΣ, που υπάρχει επείγουσα ανάγκη να μετακινηθείτε. ΑΝΑΓΚΗ: δηλαδή, πρέπει οπωσδήποτε να ταξιδέψετε από την επαρχία στην πόλη για ιατρικούς λόγους, ή έχετε βρεθεί κάπου όπου δεν μπορείτε να παραμείνετε και πρέπει να γυρίσετε στο σπίτι σας. Οτιδήποτε άλλο ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ. Κι η ανάγκη να βρεθείτε στον τάδε τόπο που αγαπάτε, μαζί με τους κοντινούς σας ανθρώπους, είναι μεν σεβαστή (και ιδιαίτερα έντονη υπό τις τρέχουσες συνθήκες), αλλά δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Δεν υπάρχουν «άλλοι». Δεν υπάρχει «ναι μεν, αλλά». Δεν υπάρχουν επιχειρήματα. Κι ούτε γιορτές υπάρχουν στις μέρες που ζούμε. Θα γιορτάσουμε μετά, όταν θα έχουμε κάτι να γιορτάσουμε. Αυτή τη στιγμή ακροβατούμε στην άκρη ενός γκρεμού κι αυτά τα μέτρα, τα σκληρά, τα ακατανόητα, τα υπερβολικά, είναι μια μπάρα ασφαλείας για να μην πέσουμε, είναι μια φωτεινή επιγραφή κινδύνου που αναβοσβήνει: κάντε πίσω. Κι εμείς τι κάνουμε; Πηδάμε πάνω από τη μπάρα. Πάμε και ριχνόμαστε απ’ το γκρεμό και παίρνουμε και άλλους μαζί μας. Και δεν έχει διχτάκι στα νησιά να μας πιάσει για να σωθούμε. Έχει μικρά κέντρα υγείας που λειτουργούν, κυρίως, με προσευχές: μην πέσετε. Έχει ελικόπτερο που ΙΣΩΣ έρθει εγκαίρως, αν δεν είναι αλλού. Έχει πλοία, σποραδικά, που ΙΣΩΣ ταξιδέψουν, αν δεν έχει μποφόρ. Κι εμείς ριχνόμαστε, ποντάροντας στο ίσως; Κάντε πίσω. Κάντε υπομονή. Δείξτε την αγάπη σας αλλιώς. Είναι σκληρό, ναι, αλλά αναγκαίο. Δεν διακυβεύεται το πού ανήκετε. Δε διακυβεύονται τα δικαιώματά σας, ούτε η σύνδεσή σας, η αδιαμφισβήτητη, με το νησί. Αυτά είναι ασφαλή, δεν κινδυνεύουν. Κινδυνεύουμε εμείς, όλοι, ανεξαιρέτως· διακυβεύεται η ασφάλεια και η υγεία μας. Και θα το πω για άλλη μια φορά, η γραφική, για τις καμπάνες που χτυπάνε πένθιμα σε άδειες εκκλησίες. Για να μη θρηνήσουμε αντί να γιορτάσουμε: κάντε πίσω.

2) Το «δεν έχουμε κρούσματα εδώ» είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελές. Στη χειρότερη επικίνδυνο. Γιατί δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, κανονικότητας, που όλοι την έχουμε ανάγκη, αλλά δε μας εξυπηρετεί και δε μας προστατεύει. Όσο επιμένουμε να λειτουργούμε στο πλαίσιο «δεν τρέχει τίποτα» και να μη σεβόμαστε τα μέτρα προστασίας, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος και η ανάγκη επιβολής των μέτρων. Είναι μονόδρομος που οδηγεί στο «έχουμε» – άλλο ένα ρεπορτάζ: «ΚΡΟΥΣΜΑ ΣΤΗ ΣΙΦΝΟ» – και στην εκ των υστέρων κατανομή ευθυνών. Με λογική, με ψυχραιμία, καταλάβετέ το: κρούσματα υπάρχουν, υπάρχουν φορείς. Το μόνο που σημαίνει το «δεν έχουμε» είναι ότι είμαστε τυχεροί, ως τώρα, και δεν έχει νοσήσει κανένας σοβαρά. Το μόνο που σημαίνει είναι ότι δεν έχουμε ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΜΕΝΑ κρούσματα, και τα αντίστοιχα ρεπορτάζ, γιατί στα νησιά, ελλείψει υποδομών για διάγνωση και περίθαλψη, τα μόνο κρούσματα που επιβεβαιώνονται είναι αυτά που μεταφέρονται επειγόντως στην Αθήνα. Τα σοβαρά, τα κατευθείαν στην εντατική. Καταλάβετέ το: δεν είμαστε ανέγγιχτοι από τον ιό. Κι όχι δεν τρέχει τίποτα: τρέχει. Κυκλοφορεί ανάμεσά μας, σε ανθρώπους ασυμπτωματικούς, που όμως παραμένουν φορείς, σε ανθρώπους με ήπια συμπτώματα που, από φόβο ή το αντίθετο του φόβου, δεν έχουν δώσει σημασία και συνεχίζουν να κυκλοφορούν σα να μην τρέχει τίποτα. Ή σαν κι εμένα, που νιώθω κάποιες μέρες κάτι περίεργο στο σώμα μου κι επειδή δεν είμαι σίγουρη, επειδή δεν μπορώ να ξέρω, έχω κλειστεί στο σπίτι, σε καραντίνα, ώσπου να νιώσω καλύτερα ή χειρότερα. Δε μ’ αρέσει, δεν περνάω καλά. Είμαι μόνη μου, βαριέμαι, και είναι στιγμές που είμαι φοβισμένη. Αλλά επειδή δεν ξέρω, κάνω το μόνο που μπορώ, κι ακούω αυτούς που ξέρουν κάτι περισσότερο. Κι ας μη μ’ αρέσει. Γιατί – Σωκρατικώς – το μόνο που ξέρουμε, το μόνο που μπορούμε να ξέρουμε, είναι ότι δεν ξέρουμε: τι σκατά κάνει αυτός ο ιός, πως συμπεριφέρεται στον κάθε οργανισμό. Γιατί, τεκμηριωμένα, και σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των φορέων παρουσιάζει βήχα και πυρετό, υπάρχουν κι άλλα συμπτώματα, ήπια, ύπουλα. Κούραση, πονοκέφαλος, πόνος στο σώμα. Διάρροια, αρκετά συχνά. Συμπτώματα που μπορεί να οφείλονται σε οτιδήποτε και που μάλλον θα τα αγνοούσαμε, υπό κανονικές συνθήκες. Αλλά οι συνθήκες δεν είναι κανονικές: αυτό, τουλάχιστον, το ξέρουμε, κι ας διατηρούμε την ψευδαίσθηση της κανονικότητας. Και θα ήταν καλό να αναλάβουμε όλοι τώρα τις ευθύνες μας αντί να ψάχνουμε τον φταίχτη εκ των υστέρων, και να καταλάβουμε, τώρα, πως κάτι τρέχει, και να σταματήσουμε να τρέχουμε πάνω-κάτω, αντί να περιμένουμε το επιβεβαιωμένο κρούσμα για να το καταλάβουμε, βίαια, μια και καλή, και να τρέχουμε και να μη φτάνουμε πουθενά (εκτός απ’ την εντατική, ίσως. Αν έρθει το ελικόπτερο εγκαίρως). Να καταλάβουμε την τύχη μας και να τη διαφυλάξουμε. Χωρίς πανικό: με λογική, με ψυχραιμία. Θα ήταν καλό. Όλα τα άλλα σενάρια, όχι.

Και στο τελείως προσωπικό, για τέλος: θέλω τη μαμά μου. Θέλω την αδελφή μου. Θα θελα να ‘ρθουν, όπως κάθε χρόνο, για τις γιορτές, και να καθόμαστε μαζί στον καναπέ, η μία πάνω στην άλλη, και να τσακωνόμαστε για το πού θα φάμε την Κυριακή του Πάσχα κι αν θα φτιάξουμε μαγειρίτσα και ποιος θα καθαρίσει τα έντερα. Θα θελα να ‘ταν εδώ η μαμά μου τώρα, να μου προσφέρει σούπες που δε θέλω να φάω και φρούτα που δεν τρώω ποτέ, καθώς περνάω ώρες ατελείωτες ξαπλωμένη στον καναπέ, περιμένοντας να δω αν θα χειροτερέψω. Θα θελα να ‘ταν όλοι εδώ, αυτοί που αγαπάω, ώστε να μην ανησυχώ, δεκαεφτά φορές τη μέρα, για το πού είναι κι αν είναι καλά, εκεί στις πόλεις και στις πολυκατοικίες που κρύβονται και περιμένουν, κι άμα φοράνε μάσκα όταν πάνε στο σουπερμάρκετ κι άμα προσέχουν, κι άμα φοβούνται, όπως εγώ. Θα θελα, μα δεν είναι. Θα θελα, μα τους είπα απ’ την αρχή, πριν ξεκινήσουν καν τα μέτρα και οι περιορισμοί, να μην έρθουν. Είναι σκληρό, και είναι δύσκολο, για όλους μας. Κι είναι τελείως φυσικό ν’ αντιστεκόμαστε και να μας φαίνονται τα μέτρα υπερβολές, όταν παλεύουμε μ’ έναν αόρατο εχθρό. Αλλά καλύτερα να μην τον δούμε. Είναι σκληρό, αλλά αντέχουμε. Για να έχουμε κάτι να γιορτάσουμε μετά, υπομονή.

On the development of the port of Kamares

kamares2

Given the heated debate concerning the future of the port of Kamares, and the petition to stop the current development plan from being implemented, I feel it is only fair that our non-Greek-speaking friends who are involved, in one way or another, should have access to as much information as possible, in order to gain a more fully-rounded, informed understanding of the project and its implications for all of us, residents and visitors alike. Putting my own personal bias aside, and on my own initiative, I have translated a response written by Giorgos Troullos, the former president of the Port Fund of Sifnos (the organisation responsible for the port development plans), which may answer some questions and, perhaps, clarify certain misconceptions that are, presumably, colouring our opinions.


The translation of the original response by Giorgos Troullos follows. For Greek, please scroll to the bottom.


Dear residents and friends of Sifnos,

In light of what has been going on recently with regards to our port, and given that the process has stagnated on all levels, I would like to call upon all of you to come together to bring this project to completion. From the bottom of my heart and with a sense of duty, I will try to express, as plainly as possible, certain truths about the project itself, and the devastating consequences of its failure.

As president of the Municipal Port Fund of Sifnos, during the last two terms of the municipal council, I made it my priority to see this project through. The first battle we fought was to secure the mildest possible intervention upon the environment, and it took us approximately five years to demonstrate that the new plan would deem the port capable of meeting both present and future demands.

Below is the original plan put forward by the Region of the South Aegean, which was rejected by the Port Planning & Development Committee (ESAL), in contrast to the current plan, which has been deemed compliant with environmental terms and approved by the ESAL, overcoming what is arguably the most difficult bureaucratic hurdle of the entire process.

Let’s take a look at the current situation at the port. We have a narrow entrance at The Old Captain, from where a seafront zone, about 10 metres wide, extends all the way to the old pier. This terrestrial area, which is managed by the Port Fund of Sifnos, is occupied by a four-metre-wide road, and the outdoor seating areas / pergolas of the seafront businesses, which take up the remaining 5-6 metres. The Port Fund of Sifnos is responsible for ensuring the compliance of all port infrastructures with the applicable terms for its smooth operation, the safety of pedestrians and vehicles, the availability of the maximum possible services for visiting vessels and ships, their passengers, their crews, and a number of other issues that arise from the relevant legislation.

The nine-member board of the Port Fund of Sifnos is tasked, each year, and upon application, with renting out the spaces directly opposite the beachfront businesses, with all the risks that this entails due to the non-legal nature of the permanent structures (pergolas), as well as the lack of safe access to the port. Up until the very last year of our service, we never hesitated to weigh our own legal protection and convenience against a huge Pandora’s Box that would burst open and destroy, in addition to the site and its character, numerous people who struggle, within the restraints of the tourist season, to cover their needs for the entire year.

Hand on my heart and with the help of Our Lady Chrysopigi, we made it through nine years managing to hold off what I would describe as a disaster; but now the time has come for me to ask for help to SAVE our port. Our first move, always with the unmitigated support of the port authorities, was to install a sign prohibiting the entry of vehicles to the port, and place an officer of the Port Police at a spot outside of our jurisdiction, as well as several more within the terrestrial area, to regulate traffic during peak months, at the time of arrival and departure of ships. This summer, however, proved conclusively that these measures are not enough, and they are not enough for the simple reason that needs are increasing, and the island has become a much-loved destination that attracts an ever-growing numbers of visitors. To give an example: when Dionysios Solomos and the Speedrunner arrive at the same time, the vehicles and trucks take up the entire length and width of the seafront zone, causing delays in the ships’ arrival and departure, and severely endangering pedestrians.

Some might say the solution is to change the schedules so no two ships arrive at the same time. But it doesn’t work that way, unfortunately. It is absurd to expect every ferry company to adapt their schedule according to the needs and idiosyncrasies of each port. Quite the opposite: it is the ports that ought to be suitably equipped to receive the ships at their scheduled time of arrival. Besides, we mustn’t forget that our port infrastructures were build in the late 1980s, when Sifnos received a maximum of 20,000 visitors, whereas now that number is in excess of 120,000.

“Avast,” we used to say on the board – a little more patience: the port development project is underway, things will get easier, the pergolas will be legalised, the spaces will be rented out without the fear of something going wrong. Honestly, we had come so far with the project that, if the Region and the Technical Works Authority hadn’t brought it to a standstill for an entire year, we’d even be looking at starting the works within 2019, or 2020 at the latest. That, of course, is another story, and one I will not go into at present; I prefer to keep to the facts.

Let’s assume, then, that the new board of the Port Fund, upon seeing that the project has run aground – as is the desire of all those who are striving, by any lawful and unlawful means, for its failure – and given that it [the board] also needs to act within the law and in accordance with the relevant provisions, decides by majority to not rent out the spaces opposite the businesses, but to use them, instead, to create the required road infrastructures. This would result in two 3.5 metre wide lanes of traffic, and a 4 metre wide pedestrian walkway; Antonis would no longer set his pottery out to dry by the Old Captain, the Italian [Da Claudio] and Panos [Kamaron] would have to keep within their yards, and a metre of width would be shaved off the square up until the No Entry sign.

That, dear friends, would place a band-aid on the problem, but it doesn’t provide a long-term solution. At this point, I’d like to put another thought to you: if it comes to the worst-case scenario that we all wish to avoid, the district attorney is likely to take immediate action, meaning, on the one hand, that the board would be accountable for its non-compliance with its obligations for the efficient operation and safety of the port and, on the other hand, that the right to rent out the seafront spaces would be automatically revoked, the pergolas would be taken down (which, I repeat, are illegal), and the entire terrestrial zone would be assigned to the use of vehicles and pedestrians.

Some might say: are you threatening us now? Believe me, I have lived with this for nine years, and I know how likely it is to happen. Someone else might say: why didn’t you legalise the pergolas in all that time? The answer is that, in planning a new port, all these procedures must run at the same time, once the final layout has been agreed upon and approved, or we’d constantly be moving the pergolas to different positions.

This brings us to an important question that we need to put to all those who love Sifnos, and who want it to stay pure and unspoiled, without infrastructures – just enough to accommodate us and our friends. Imagine Kamares without the seafront restaurants, imagine Kamares serving only the arrival and departure of travellers (visitors and permanent residents alike); worst of all, think of the seafront cafes and restaurants, having to seat all their customers indoors.

Would you like to talk about the financial ruin of those people? Around ten businesses, employing on average 5 members of staff each – so that’s 50 people plus their families. I do wonder whether Laura, Mark, Johan, Carlo, and all those who are signing petitions to stop the development of the port or appeal to the Council of State, will support these people financially. And, just FYI, the report resulting from the latest Port Facilities Safety Drill deems our port non-functional, unsafe, and dangerous to cruise ships, ships within the harbour, and their passengers, as well as anyone moving within the terrestrial zone of the port.

Now let’s take a look at how the proposed plan helps the port, to what extent it affects it, and whether, ultimately, it strips Kamares of its quaintness and its charm. From the point where the No Entry sign is installed and up until the end of the square, the road will be broadened by 1.5 metres, and a small part of the yard of the Old Captain bar (as granted by the Municipality and the Old Captain, respectively), to create two lanes of traffic into and out of the port.

From the Old Captain and progressively up to the point where the large jetty begins, there will be an extension of 10 metres. (It was our aim, and our proposal to the designer during the final planning stage, to gradually deepen the sea from the beach up to and around the old pier, so that we can once again enjoy the quaint Kamares of the 1970s, when the fishing boats would be docked right in front of the restaurants.) Let me clarify, at this point, that the shapes that appeared in the drawings and which some assumed were boulders, have absolutely no bearing on the final plan, which allows for several options regarding the aesthetic aspects of the project and the materials that will be used.

In addition, there is a rumour going around that there will be a cement road in front of the cafes and restaurants on the beach. This is a huge misconception; as we have explained repeatedly, in order for the plans to be approved, they needed to include a walkway for pedestrians entering and leaving the port, due to the narrowness of the road and the unfeasibility of constructing a pedestrian walkway between the Old Captain and the car park. The designer gave this feature the same colour as the other extensions to the port, but it has never been specified that this will be made of concrete, or any other material, for that matter. Again, the final plan will determine the material for its construction; our proposal was for a 3-metre-wide wooden walkway, leading to the back of the car park, by the disabled parking and toilet. I repeat: this is just a formality. There’s hardly going to be someone standing in front of the Old Captain and directing pedestrians along the beach. People will walk where they want to, at their own risk, but, in compliance with contemporary port planning, where pedestrians have priority, they will have the choice of a safe route.

So let’s imagine, from the Old Captain and up to the old pier, a pedestrian walkway around 2-2.5 metres wide, then a 3.5 metre lane of traffic, a reservation of 1.5 metres (preserving the existing trees), another 3.5 metre lane of traffic, and then the area (6 metres) that will be rented out to the seaside businesses. And finally imagine, right along the sea, a pedestrian walkway (4-5 metres), nicely-lit, with benches and little boats moored all along; a pleasure for visitors and locals alike, to stroll along safely, and enjoy their coffee or their meal with a view of the sea, rather than a road full of cars and trucks. That’s my dream for Kamares: more beautiful, more organised, more picturesque and much safer than it is today.

Past the old pier, the two-lane road, the reservation, and the pedestrian walkway extend up to the main jetty, with the addition of a 2.5 metre strip to facilitate the landing of yachts, etc. The large jetty, in turn, will be extended progressively, from a point roughly halfway along the existing shelter, by about 25-30 metres westwards, in order to accommodate ships of a larger draft, and more than one at a time, if need be. Subsequently, the side of main jetty facing towards Agia Aikaterini will also be extended, in turn, by approximately 30 metres allowing – under normal weather conditions – for the safe docking of a third ship. Most importantly, however, this extension will create a temporary parking space to accommodate all vehicles awaiting embarkation, thus clearing the road for vehicles exiting the ships to drive out of the port unhindered, and providing safe passage for pedestrian passengers along the walkway.

Passengers due to embark will wait within the new shelter. (There is potential, here, with the support of the Municipal Port Fund, and in consultation with our excellent local architects, to create a true work of art, designed and equipped to meet all contemporary needs.)

At this stage, my friends, we should have already reached a conclusion and mutually agreed not only to proceed with the creation of the above infrastructures, but also to take it a step further and create a small marina as well. On this issue, I am fully in agreement with the view of Gina Stavraki Papapavlou, who took the trouble to draw up the designs for the Municipal Port Fund free of charge (see plan, below), because, as we all know, the available mooring spaces are taken up by our permanent friends in the summer, leaving little to no space for visiting boats. The marina will also provide protection for the boats during the winter months, which are placed at bigger risk by the south-eastern winds of that season than the south-western ones that prevail at other times. And let’s not forget the new boat slip that will be created as part of the development plan, allowing for the launch and recovery of larger boats.

Most importantly, the plan includes counter-regulatory works at Pera Panta, with a submerged breakwater, which will clearly marked but not be visible. This, according to the calculations of the designer, will help prevent erosion along the coast, and gradually restore it – in contrast to what happened in Plati Yialos.

Overall, what we are dealing with is a 10-metre extension along the seafront, and a 30-metre extension of the jetty. Is that quite as terrible as has been suggested? Does it take up any part of the beach? Is there that much concrete? Or could it be, perhaps, that Kamares will become even more beautiful? Isn’t it finally time to create an elegant, contemporary port for our island, just like all the other islands in the Western Cyclades have done?

Some might say: but is there no other solution? There have been suggestions aplenty: a tunnel boring machine, a road through the mountain, a road at Flambouro, a new port at Agia Marina… Yes: everything is possible, and everything could be done – in theory. But let’s not forget that we live in Greece; which organisation will fund projects amounting to several million euro? Because any other solution would be more costly than the current one. Who will give such an amount to our little Sifnos of 2,500 residents? And why would they when – according to PEPEN (the Union of Masters of the Greek Merchant Marine) – all of our ports, with very few exceptions, are deathtraps. If you ask me, sure, I would also prefer to have the port to Fanari and the road through the mountain. But, even assuming we managed to get the funding, which is more than unlikely, imagine what sort of process we’re talking about, to start everything from scratch: surveys, designs, approvals, consultations… We’re looking at a minimum of 7-10 years, at best. Especially given that the current plan we’re trying to implement, with the mildest possible intervention upon the environment, has been 30 years in the making.

And then, who says there won’t be objections to that as well? It’s pretty much a certainty, in fact, as it seems to me that the objective is to do nothing, to please those who like things just as they are, and destroy all of us who have invested, in one way or another, in the island.

I even overheard some woman saying “my clients told me that if you change the port we won’t be coming back, because we like Sifnos the way it is”. I don’t know what your clients are saying, madam, but whenever I do transfers to and from the port, and we get caught up in the congestion and the chaos, my clients laugh; and they’re certainly not laughing because they are amused – they’re laughing at our incompetence.

What I have tried to do here is put down certain facts, in the hope of helping to clarify the situation for those who are uncertain of the necessity and implications of this crucial infrastructure for our island. It is now my hope that the Region gives us the go-ahead to move forward swiftly, and draw up the final plan, which will include all the suggestions made by the majority of the Municipal Council of Sifnos. And, going forward, we are more than willing to consult with all the relevant organisations, and even organise a public presentation for the citizens – and then we can all make an informed decision. But, for the sake of all of us, let’s not condemn this plan; we won’t have another opportunity to fix our port. And if we let this one pass us by, it will be too late, and we’ll be watching the ships going by in the distance, and crying at our own stupidity.

[The two images above and below show the original plan proposed by the Region, and the current one (as it evolved after a 5-year battle), and which includes Gina Stavraki Papapavlou’s design for the marina.]

kamares1

Δεδομένης της συζήτησης και της αγωνίας, που ολοένα και εντείνεται, σχετικά με το λιμάνι της Σίφνου και το μέλλον των Καμαρών, και με αφορμή και την τρέχουσα προσπάθεια συλλογής υπογραφών (μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας) για τη μη-εφαρμογή του προτεινόμενου σχεδίου, η οποία έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές, θεωρώ πως είναι σωστό να έχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι (ανεξαρτήτως καταγωγής και γλώσσας) πρόσβαση σε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες, έτσι ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να σχηματίσουν μια πιο ολοκληρωμένη άποψη για το προτεινόμενο έργο και τη σημασία του για όλους μας, μόνιμους κατοίκους και επισκέπτες. Αφήνοντας στην άκρη την προσωπική μου οπτική, ανέλαβα με δική μου πρωτοβουλία να μεταφράσω στα αγγλικά το πρόσφατο κείμενο-ανταπόκριση του πρώην προέδρου του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου της Σίφνου, Γεώργιου Τρούλλου, το οποίο ενδεχομένως να απαντήσει κάποια ερωτήματα κι ακόμα και να καταρρίψει ορισμένες παρερμηνείες, προς όφελος των μη-ελληνόφωνων φίλων μας.

Κλείνοντας, ένα προσωπικό σχόλιο: θεωρητικά, όλοι μας αγαπάμε τη Σίφνο και θέλουμε ό,τι καλύτερο για εκείνη. Πρακτικά, αυτό μεταφράζεται, νομίζω, σε διάλογο και συνεργασία και διάθεση, με ψυχραιμία και ανοιχτό μυαλό, για την επίτευξη ενός κοινού στόχου: την ασφάλεια, προστασία και ευημερία του νησιού μας. Όχι, όπως αντιθέτως συμβαίνει, στη δημιουργία αντίπαλων στρατοπέδων και συνεχείς λογομαχίες που δεν βγάζουν πουθενά. Η Σίφνος δεν είναι μόνο το λιμάνι και τα χωριά και τα τοπία της, αλλά και οι άνθρωποι που την απαρτίζουν. Ας διαλέξουμε προσεκτικά ποιοι θέλουμε να είμαστε.

Για να διαβάσετε το πρωτότυπο κείμενο του Γ. Τρούλλου, πατήστε εδώ.