Εγώ, ας πούμε, μετά από τα χρόνια εκείνα τα ανέμελα που έτρωγα κατευχαριστημένη άμμο και χώμα στις παιδικές χαρές της Αθήνας, κι έγλυφα τα παιχνίδια των άλλων παιδιών, μετά την πρώτη φορά που μου ‘πε κάποιος «μην το βάζεις αυτό το στόμα σου», αποφάσισα να είμαι υποχόνδρια. Κι αν κάποιος ήταν άρρωστος, έφτανε μόνο να μου το πει για να αρχίσουν τα συμπτώματα. Ήταν η πρώτη μου μάσκα αυτή κι ύστερα, σύντομα, φόρεσα και την άλλη, την «δεν είμαστε έτσι εμείς, δε φερόμαστε έτσι». Κι έτσι, μεταμφιεσμένη, άρχισα να διασχίζω το τοπίο της ενήλικης ζωής· έτσι, μεταμφιεσμένη, να διαπραγματεύομαι τις σχέσεις μου με τους άλλους. Κι αν ήξερα ότι ήταν κάτι που με κρύβει – όχι πέπλα μυστηρίου αλλά μάσκα αποπνικτική – αν ήξερα πως φορούσα κάτι που με σταματάει απ’ το ν’ αγγίξω τα πράγματα γυμνή, δε μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορούσα, όπως το έβαλα, να το βγάλω.
Κι έρχεται τώρα ένας κορονοϊός κι έχουμε κι άλλη δικαιολογία να φορέσουμε τις μάσκες και να κουκουλωθούμε. Να εξετάζουμε με καχυποψία τους γύρω μας για συμπτώματα, κι αν κάποιος φταρνίζεται στα 30 μέτρα να πεταγόμαστε πανικόβλητοι μακριά. Πλοία, τρένα, αεροπλάνα; Πλατείες και μαγαζιά; Να βγεις στο δρόμο και να βήχει κανας μαλάκας δίπλα σου, και να μη φοράει μάσκα; Γάμα το, θα μείνω σπίτι. Θα κλείσω τις πόρτες και θα μπω στο Facebook· δεν κινδυνεύω εκεί.
Μεταμφιεσμένοι είμαστε, όχι προστατευμένοι. Δεν προστατεύουν οι μάσκες από τίποτα, κι όμως τις φοράμε όλοι, και δεν πιάνουμε τα πράγματα με τα χέρια, δεν τα βάζουμε στο στόμα μας. Και σ’ αυτά τα χρόνια της δήθεν απελευθέρωσης, της τρομαχτικής αμεσότητας της επαφής με όλους και με όλα, πάντα και παντού, της εν δυνάμει δυνατότητας να είμαστε αληθινοί με όρια μόνο τα δικά μας, ο καθένας, είμαστε πιο κρυμμένοι από ποτέ. Φτιάχνουμε ένα προφίλ στο Facebook και προσποιούμαστε τη ζωή όπως τη θέλουμε, αντί να βρίσκουμε τους τρόπους να τη ζούμε. Υποδυόμαστε έναν εαυτό κι έχουμε χάσει πια το ένστικτο του να είμαστε. Το θάρρος. Τις ανταμοιβές. Μες το κουτάκι μας που ελέγχουμε τί βγαίνει προς τα έξω, προστατευμένοι, δήθεν, απ’ τον κίνδυνο της έκθεσης σε πράγματα που μας φοβίζουν. Κι αντίστοιχα, τί μπαίνει; Τίποτα αξίας, τίποτα αληθινό, χιλιοφιλτραρισμένα λόγια κι εμείς, κατευχαριστημένοι, να αναμασούμε εμπειρίες άνοστες πια, νιώθοντας ευγνώμονες σε κάποια τοποθεσία, απομακρυσμένοι, με τις μάσκες μας δεμένες σφιχτά. Κι έχουμε ξεχάσει τη χαρά του ν’ ακούς τη φωνή του άλλου στο τηλέφωνο, να βάζεις πράγματα στο στόμα σου για να τα δοκιμάσεις, να γλείφεις τα άλλα παιδάκια για να δεις τί γεύση έχουν.
Έκανα χτες μία συζήτηση για το φόβο, εκείνον τον κάλο, που σε κρατάει σε εγρήγορση, που όντως σε προστατεύει· να μην ξεχνιέσαι, να ξέρεις που είναι τα όριά σου. Γιατί είναι άλλο η επίγνωση του κινδύνου που σε αφήνει ελεύθερο να ρισκάρεις, κι άλλο ο φόβος που σε καθηλώνει. Άλλο ο κίνδυνος κι άλλο το ρίσκο. Άλλο να φοβάσαι, κι άλλο να ζεις με φόβο, εγκλωβισμένος μέσα στα όριά του. Κινδυνεύουμε: από το βήχα, από τον έρωτα, από όλα αυτά που αν τα θελήσουμε θα εκτεθούμε, αν τ’ αποκτήσουμε μπορεί και να τα χάσουμε, από απρόσμενες απειλές καθώς παίζουμε ανέμελα με τ’ άλλα παιδάκια στην παιδική χαρά. Είμαστε πάντα εκτεθειμένοι, όσο και να κρυβόμαστε. Δεν υπάρχει προστασία. Από τα πάντα, τίποτα.
Εγώ, ας πούμε, αποφάσισα μια μέρα να μην είμαι πια υποχόνδρια. Κι όταν μου λένε, τώρα, «μη με πλησιάζεις, είμαι άρρωστος», απαντάω, «καλά, δε θα σε γλείψω», και τους πλησιάζω όσο θέλω εγώ. Αποφάσισα να βγάλω τη μάσκα μου – όχι μονομιάς, αλλά δειλά-δειλά την κατέβαζα ώσπου πήρα αναπνοή, ώσπου άρχισα να αναπνέω χωρίς φίλτρα, και να αγγίζω τα πράγματα γυμνή. Και δεν έπαθα τίποτα εκτός από τα πάντα, όλα αυτά που φοβόμουν, που τα κρατούσα σε απόσταση – τα πήρα μέσα μου, τα άφησα να μπουν. Δεν έπαθα τίποτα. Και δε λέω πως δε φοβάμαι πια, πάντα θα φοβάμαι· είναι πολλά που με φοβίζουν και με κρατούν σε εγρήγορση. Αλλά όχι ο βήχας. Όχι ο έρωτας. Πιο πολύ αυτά που δεν άφηνα να με αγγίξουν τόσα χρόνια για να μην εκτεθώ, πιο πολύ. Δε λέω πως θ’ αρχίσω να γλείφω Κινέζους που βήχουν αλλά, κατά τ’ άλλα, ναι: τα πιάνω όλα με τα χέρια, τα βάζω στο στόμα μου για να τα νιώσω, για να τα γευτώ. Κι αν αυτό σας παραπέμπει στο πονηρό: δεν ήτανε τυχαίο. Ας μην προσποιούμαστε· όλοι τα ίδια θέλουμε, κάτω απ’ τις μάσκες. Κι εν τέλει, όπως είπε κι ο Πανούσης που μεταμφιεζόταν συνεχώς για να μας θυμίσει ποιοι είμαστε, «γαμάτε, γιατί χανόμαστε».
Φωτογραφία: Eric Risberg / Associated Press (LA Times)